νομώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νομώδης''': -ες, (νομὴ ΙΙ) [[ὅμοιος]] πρὸς διαβρωτικὸν [[ἕλκος]], Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 92.
|lstext='''νομώδης''': -ες, (νομὴ ΙΙ) [[ὅμοιος]] πρὸς διαβρωτικὸν [[ἕλκος]], Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 92.
}}
{{grml
|mltxt=[[νομώδης]], -ῶδες (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] διαβρωτικού έλκους<br /><b>2.</b> (για [[έλκος]]) [[γεμάτος]] με σχισμές, με πληγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νομή]] «διαβρωτικό [[έλκος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομώδης Medium diacritics: νομώδης Low diacritics: νομώδης Capitals: ΝΟΜΩΔΗΣ
Transliteration A: nomṓdēs Transliteration B: nomōdēs Transliteration C: nomodis Beta Code: nomw/dhs

English (LSJ)

ες, (

   A νομή 1.3b) like a spreading ulcer, ἕλκος Alex.Aphr. Pr.1.92, cf. Gal.13.860; σηπεδών Id.10.702.    2 full of shreds as from such sores, διαχωρήματα Id.14.754.

Greek (Liddell-Scott)

νομώδης: -ες, (νομὴ ΙΙ) ὅμοιος πρὸς διαβρωτικὸν ἕλκος, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 92.

Greek Monolingual

νομώδης, -ῶδες (ΑΜ)
1. αυτός που έχει μορφή διαβρωτικού έλκους
2. (για έλκος) γεμάτος με σχισμές, με πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομή «διαβρωτικό έλκος» + κατάλ. -ώδης].