νοσηρός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />qui rend malade, malsain, insalubre.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]].
|btext=ά, όν :<br />qui rend malade, malsain, insalubre.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νοσηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], αυτός που προξενεί [[ασθένεια]] («νοσηρὸν [[ὕδωρ]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να αρρωσταίνει, [[ασθενικός]], [[φιλάσθενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιβλαβής]] ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία, [[αρρωστημένος]] (α. «νοσηρή [[κατάσταση]]» β. «νοσηρή [[φαντασία]]»)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηρώς</i> και -<i>ά</i> (Α νοσηρῶς)<br />με νοσηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοχθ</i>-<i>ηρός</i>, <i>οδυν</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσηρός Medium diacritics: νοσηρός Low diacritics: νοσηρός Capitals: ΝΟΣΗΡΟΣ
Transliteration A: nosērós Transliteration B: nosēros Transliteration C: nosiros Beta Code: noshro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A diseased, ὀστέον νοσηρότερον (v.l. νοσηλ-) Hp.Art.50; unhealthy, χωρία X.Cyr.1.6.16; unwholesome, ὕδωρ Plu.2.974c, cf. Hp.Oct.12. Adv. Comp. -ότερον v.l. for νοσηλ- (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

νοσηρός: -ά, -όν, ὡς τὸ νοσερός, νοσώδης, ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ὑγείαν, ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἱππ. Ἀφ. 1256· ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui rend malade, malsain, insalubre.
Étymologie: νόσος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νοσηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που προξενεί ασθένεια («νοσηρὸν ὕδωρ», Πλούτ.)
2. αυτός που έχει την τάση να αρρωσταίνει, ασθενικός, φιλάσθενος
νεοελλ.
μτφ. επιβλαβής ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία, αρρωστημένος (α. «νοσηρή κατάσταση» β. «νοσηρή φαντασία»)
επίρρ...
νοσηρώς και -ά (Α νοσηρῶς)
με νοσηρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός, οδυν-ηρός)].