μυόχοδος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(6_1)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυόχοδος''': [[γέρων]], ὑβριστικὴ [[λέξις]] ὡς τὸ «κοπρίτης» νῦν, Μένανδρ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 7.
|lstext='''μυόχοδος''': [[γέρων]], ὑβριστικὴ [[λέξις]] ὡς τὸ «κοπρίτης» νῦν, Μένανδρ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυόχοδος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[μυόχοδον]]<br />[[περίττωμα]] ποντικού, [[ποντικοκούραδο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[μυόχοδον]]<br />οὐδενὸς ἄξιον»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μυόχοδος]] [[γέρων]]» — λεγόταν υβριστικά για ανάξιο και τιποτένιο γέροντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>χοδος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χόδον</i> <span style="color: red;"><</span> [[χέζω]])].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠόχοδος Medium diacritics: μυόχοδος Low diacritics: μυόχοδος Capitals: ΜΥΟΧΟΔΟΣ
Transliteration A: myóchodos Transliteration B: myochodos Transliteration C: myochodos Beta Code: muo/xodos

English (LSJ)

γέρων, old

   A mouse-dung, an abusive name in Men.430; cf. μυόχοδον· οὐδενὸς ἄξιον, Phot.

German (Pape)

[Seite 218] γέρων, ὁ, der alte Mäusekötel, ein Schimpfwort bei Menand., s. Phot. 282, 11; Hesych. erkl. ὁ μηδενὸς ἄξιος.

Greek (Liddell-Scott)

μυόχοδος: γέρων, ὑβριστικὴ λέξις ὡς τὸ «κοπρίτης» νῦν, Μένανδρ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 7.

Greek Monolingual

μυόχοδος, -ον (ΑΜ)
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυόχοδον
περίττωμα ποντικού, ποντικοκούραδο
αρχ.
1. (κατά τον Φώτ.) «μυόχοδον
οὐδενὸς ἄξιον»
2. φρ. «μυόχοδος γέρων» — λεγόταν υβριστικά για ανάξιο και τιποτένιο γέροντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -χοδος (< χόδον < χέζω)].