μυριόφθαλμος: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(6_17) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῡριόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀφθαλμούς, Εὐστ. 1504. 54. | |lstext='''μῡριόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀφθαλμούς, Εὐστ. 1504. 54. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυριόφθαλμος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα μάτια, [[μυριόμματος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with countless eyes, Eust.1504.54.
German (Pape)
[Seite 220] = μυριόμματος, Eust. Od. 180, 9.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀφθαλμούς, Εὐστ. 1504. 54.
Greek Monolingual
μυριόφθαλμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αναρίθμητα μάτια, μυριόμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ὀφθαλμός.