νεκροστόλος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui transporte <i>ou</i> ensevelit les morts.<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]], [[στέλλω]].
|btext=ος, ον :<br />qui transporte <i>ou</i> ensevelit les morts.<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]], [[στέλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νεκροστόλος]], -ον (Α)<br />αυτός που ενταφιάζει τους νεκρούς ή αυτός που μεταφέρει τους νεκρούς στον Άδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πομπο</i>-[[στόλος]], <i>ψυχο</i>-[[στόλος]]).
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροστόλος Medium diacritics: νεκροστόλος Low diacritics: νεκροστόλος Capitals: ΝΕΚΡΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: nekrostólos Transliteration B: nekrostolos Transliteration C: nekrostolos Beta Code: nekrosto/los

English (LSJ)

ον,

   A layer-out of corpses, Artem.4.56 (pl.).

German (Pape)

[Seite 237] Todte ankleidend, schmückend, bestattend, Artemid. 4, 58 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροστόλος: -ον, ὁ ἐκφέρων νεκρούς, ἢ ἐνταφιαστής, Ἀρτεμίδ. 4. 58, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui transporte ou ensevelit les morts.
Étymologie: νεκρός, στέλλω.

Greek Monolingual

νεκροστόλος, -ον (Α)
αυτός που ενταφιάζει τους νεκρούς ή αυτός που μεταφέρει τους νεκρούς στον Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -στόλος (< στέλλω), πρβλ. πομπο-στόλος, ψυχο-στόλος).