νεόδαρτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(Autenrieth)
(26)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[δέρω]]): [[newly]]-flayed. (Od.)
|auten=([[δέρω]]): [[newly]]-flayed. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=[[νεόδαρτος]], -ον (Α)<br />(για βόδια ή για δέρματα) αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, νεογδαρμένος («ἀμφὶ δὲ [[δέρμα]] [[ἕστο]] βοὸς νεόδαρτον», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαρτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρω]] (για ζώα) «[[γδέρνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ανεμό</i>-<i>δαρτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόδαρτος Medium diacritics: νεόδαρτος Low diacritics: νεόδαρτος Capitals: ΝΕΟΔΑΡΤΟΣ
Transliteration A: neódartos Transliteration B: neodartos Transliteration C: neodartos Beta Code: neo/dartos

English (LSJ)

ον,

   A newly stripped off, δέρματα Od.4.437, Arist.Pr.889b10, cf. Od.22.363; ῥινός Epic. inArch.Pap.7.3; ἀσκός Aen.Tact.32.3.    2 newly flayed, βόες X.An.4.5.14.

German (Pape)

[Seite 241] neu, frisch abgezogen; δέρμα, Od. 4, 437. 22, 363; καρβατίναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν, Xen. An. 4, 5, 14.

Greek (Liddell-Scott)

νεόδαρτος: -ον, ὁ νεωστὴ ἐκδαρθείς, ἐπὶ δέρματος, τέσσαρα φωκάων... δέρματ’ ἔνεικεν· πάντα δ’ ἔσαν νεόδαρτα, «νεωστὶ ἐκδαρθέντα» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 437· δέρμα βοὸς νεόδαρτον Χ. 363· ἐκ νεοδάρτων βοῶν, δηλ. ἐκ βοείων δερμάτων νεωστὶ ἐκδαρθέντων, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement écorché.
Étymologie: νέος, δέρω.

English (Autenrieth)

(δέρω): newly-flayed. (Od.)

Greek Monolingual

νεόδαρτος, -ον (Α)
(για βόδια ή για δέρματα) αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, νεογδαρμένος («ἀμφὶ δὲ δέρμα ἕστο βοὸς νεόδαρτον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δαρτος (< δέρω (για ζώα) «γδέρνω»), πρβλ. ανεμό-δαρτος].