νῶκαρ: Difference between revisions
(6_5) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νῶκαρ''': -ᾰρος, τό, [[νύσταξις]], [[νωθρότης]], Νικ. Θηρ. 189, «[[νῶκαρ]]· [[νύσταξις]], [[νοθεία]], κακόσχολος [[ἔννοια]]» Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ὀκνηρός]], [[νυσταλέος]], [[δυσκίνητος]], Σουΐδ.· οὕτω καὶ νωκᾰρώδης, ες, Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2. | |lstext='''νῶκαρ''': -ᾰρος, τό, [[νύσταξις]], [[νωθρότης]], Νικ. Θηρ. 189, «[[νῶκαρ]]· [[νύσταξις]], [[νοθεία]], κακόσχολος [[ἔννοια]]» Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ὀκνηρός]], [[νυσταλέος]], [[δυσκίνητος]], Σουΐδ.· οὕτω καὶ νωκᾰρώδης, ες, Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νῶκαρ]], -αρος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[λήθαργος]], [[κώμα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νύσταξις]], [[νώθεια]], [[κακόσχολος]] [[ἔννοια]]»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]] και ως επίθ.) [[οκνηρός]], [[δυσκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για αρχαϊκό ουδ. σε -<i>αρ</i> που εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>νωκ</i>- του θ. <i>νεκτών [[νέκυς]]-[[νεκρός]]. Το [[γεγονός]] όμως ότι η λ. [[νῶκαρ]] μαρτυρείται [[σχετικώς]] μεταγενέστερα μπορεί ίσως να στηρίξει την [[άποψη]] ότι το [[φωνήεν]] -<i>ω</i>- οφείλεται στην [[επίδραση]] της λ. [[κῶμα]], ενώ η κατάλ. -<i>αρ</i> σε [[επίδραση]] τών [[ὄναρ]], [[ὕπαρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾰρος, τό,
A lethargy, coma, Nic.Th.189, Hsch. ; expld. by στέρησις τῆς ψυχῆς, Hdn.Gr.2.770. II as Adj., slothful, sleepy, Suid.
German (Pape)
[Seite 272] αρος, τό, mit Schlaf verbundene Trägheit, Hesych. erkl. νύσταξις u. νωθεία, tiefer Todesschlaf, Nic. Ther. 189. – Auch adj., VLL, erkl. δυσκίνητος, träg, langsam, u. leiten es von νη u. ὀχέω ab. Vgl. aber κάρος.
Greek (Liddell-Scott)
νῶκαρ: -ᾰρος, τό, νύσταξις, νωθρότης, Νικ. Θηρ. 189, «νῶκαρ· νύσταξις, νοθεία, κακόσχολος ἔννοια» Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὀκνηρός, νυσταλέος, δυσκίνητος, Σουΐδ.· οὕτω καὶ νωκᾰρώδης, ες, Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2.
Greek Monolingual
νῶκαρ, -αρος, τὸ (Α)
1. λήθαργος, κώμα
2. (κατά τον Ησύχ.) «νύσταξις, νώθεια, κακόσχολος ἔννοια»
3. (κατά το λεξ. Σούδα και ως επίθ.) οκνηρός, δυσκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για αρχαϊκό ουδ. σε -αρ που εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα νωκ- του θ. νεκτών νέκυς-νεκρός. Το γεγονός όμως ότι η λ. νῶκαρ μαρτυρείται σχετικώς μεταγενέστερα μπορεί ίσως να στηρίξει την άποψη ότι το φωνήεν -ω- οφείλεται στην επίδραση της λ. κῶμα, ενώ η κατάλ. -αρ σε επίδραση τών ὄναρ, ὕπαρ.