ξενοδόχος: Difference between revisions

From LSJ

φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui accueille les étrangers, hospitalier.<br />'''Étymologie:''' [[ξένος]], [[δέχομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qui accueille les étrangers, hospitalier.<br />'''Étymologie:''' [[ξένος]], [[δέχομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[ξενοδόχος]])<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[ιδιοκτήτης]] ή [[διευθυντής]] ξενοδοχείου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιποιείται τους ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεκρο</i>-<i>δόχος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδόχος Medium diacritics: ξενοδόχος Low diacritics: ξενοδόχος Capitals: ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: xenodóchos Transliteration B: xenodochos Transliteration C: ksenodochos Beta Code: cenodo/xos

English (LSJ)

   A v. ξενοδόκος.

German (Pape)

[Seite 277] = ξενοδόκος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accueille les étrangers, hospitalier.
Étymologie: ξένος, δέχομαι.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ξενοδόχος)
(νεοελλ.-μσν.) ιδιοκτήτης ή διευθυντής ξενοδοχείου
αρχ.
αυτός που περιποιείται τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. νεκρο-δόχος].