ξυλοκασία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(6_10)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλοκασία''': ἡ, κατώτερον [[εἶδος]] κασίας, Φιλοστόργ. ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 3, 6, σ. 489, 19.
|lstext='''ξῠλοκασία''': ἡ, κατώτερον [[εἶδος]] κασίας, Φιλοστόργ. ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 3, 6, σ. 489, 19.
}}
{{grml
|mltxt=ξυλοκασ(σ)ία, ἡ (ΑΜ)<br />κατώτερο [[είδος]] του φυτού [[κασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> <i>κασ</i>(<i>σ</i>)<i>ία</i> «[[είδος]] φυτού»].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοκᾰσία Medium diacritics: ξυλοκασία Low diacritics: ξυλοκασία Capitals: ΞΥΛΟΚΑΣΙΑ
Transliteration A: xylokasía Transliteration B: xylokasia Transliteration C: ksylokasia Beta Code: culokasi/a

English (LSJ)

ἡ, an inferior kind of

   A cassia, Gal.19.738, Edict.Diocl. 32.53, Aët.16.130.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοκασία: ἡ, κατώτερον εἶδος κασίας, Φιλοστόργ. ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 3, 6, σ. 489, 19.

Greek Monolingual

ξυλοκασ(σ)ία, ἡ (ΑΜ)
κατώτερο είδος του φυτού κασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κασ(σ)ία «είδος φυτού»].