οἰκοδομητικός: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(6_10) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκοδομητικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] εἰς οἰκοδομήν, ἡ οἰκοδομητικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ ἀρχιτεκτονική, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 5 (ἀλλαχοῦ οἰκοδομική). | |lstext='''οἰκοδομητικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] εἰς οἰκοδομήν, ἡ οἰκοδομητικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ ἀρχιτεκτονική, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 5 (ἀλλαχοῦ οἰκοδομική). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰκοδομητικός]], -ή, -όν (Α) [[οικοδομητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[οικοδόμηση]] ή ο [[κατάλληλος]] για [[οικοδόμηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ οἰκοδομητική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[αρχιτεκτονική]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fitted for building : ἡ -κή (sc. τέχνη) architecture, Luc.Cont.5 (al. -δομική).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδομητικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος εἰς οἰκοδομήν, ἡ οἰκοδομητικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ ἀρχιτεκτονική, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 5 (ἀλλαχοῦ οἰκοδομική).
Greek Monolingual
οἰκοδομητικός, -ή, -όν (Α) οικοδομητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οικοδόμηση ή ο κατάλληλος για οικοδόμηση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰκοδομητική
(ενν. τέχνη) η αρχιτεκτονική.