οἰοπόλος: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(SL_2) |
(28) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[οἰοπόλος]] <br /> <b>1</b> [[solitary]] “[[οἰοπόλος]] [[δαίμων]]” (P. 4.28) | |sltr=[[οἰοπόλος]] <br /> <b>1</b> [[solitary]] “[[οἰοπόλος]] [[δαίμων]]” (P. 4.28) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οἰοπόλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[ερημικός]], απομονωμένος<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μοναχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>ακρο</i>-[[πόλος]].———————— <b>(II)</b><br />[[οἰοπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του Ερμού) αυτός που βόσκει πρόβατα<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και τών Εσπερίδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄις</i> / <i>οἶς</i>, <i>οἰός</i> «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-[[πόλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (οἶος, πέλομαι) of places,
A lonely, ὄρεα Od.11.574 ; χῶρος, σταθμός, Il.13.473, 19.377 ; of persons, solitary, unaccompanied, δαίμων Pi.P.4.28. II (οἶς, -πόλος, cf. αἰπόλος) tending sheep, Ἄρτεμις Id.Dith.2.19 ; Ἑρμῆς h.Merc.314 ; Ἀπόλλων v.l. in Coluth.309 ; θεαί, of the Hesperides, A.R.4.1322, cf. 1413 ; Πάριν οἰοπόλοισιν ἐφεδριόωντα θοώκοις Coluth.15. (Signf. 1 is alternatively derived from οἶς, πολέω (as if 'sheep-traversed') in Sch.Il.13.473.)
Greek (Liddell-Scott)
οἰοπόλος: -ον, (οἶς, πολέω) ὁ ὑπὸ τῶν προβάτων πατούμενος, ὄρεα Ὀδ. Λ. 573· χῶρος, σταθμὸς Ἰλ. Ν. 473., Τ. 377· ἐντεῦθεν ἴσως προκύπτει ἡ σημασία μόνος, ἐρημικός, ἥτις μνημονεύεται (μετὰ τῆς ἑτέρας) ἐν τοῖς ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. Ἰλ. Ν. 473, καὶ ἐμφαίνεται ἐν τῇ φράσει οἰοπόλος δαίμων, μόνος, μονήρης, Πινδ. Π. 4. 49. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ βόσκων πρόβατα, Ἑρμῆς Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 314· Ἀπόλλων Κόλουθ. 302. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 114 – 115.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui fait paître des brebis.
Étymologie: οἶς, πέλομαι.
2ος, ον :
solitaire, désert.
Étymologie: οἶος, πέλομαι.
English (Autenrieth)
English (Slater)
οἰοπόλος
1 solitary “οἰοπόλος δαίμων” (P. 4.28)
Greek Monolingual
(I)
οἰοπόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. (για τόπο) ερημικός, απομονωμένος
2. (για πρόσ.) μοναχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ακρο-πόλος.———————— (II)
οἰοπόλος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Ερμού) αυτός που βόσκει πρόβατα
2. προσωνυμία του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και τών Εσπερίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιππο-πόλος.