οἰκογενής: Difference between revisions
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />né dans la maison ; [[οἱ]] οἰκογενεῖς, les esclaves nés dans la maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[γίγνομαι]]. | |btext=ής, ές :<br />né dans la maison ; [[οἱ]] οἰκογενεῖς, les esclaves nés dans la maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[γίγνομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[οἰκογενής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] νόσου η οποία εμφανίζεται με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]] σε μια [[οικογένεια]] και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε [[κληρονομικότητα]] («η [[αιμοφιλία]] [[είναι]] [[οικογενής]] [[νόσος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δούλους) αυτός που γεννήθηκε στο [[σπίτι]] του κυρίου του («τῶν οἰκογενῶν... τοὺς ἀκμάζοντας ταῑς ἡλικίαις... ἐλευθεροῡν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[κατοικίδιος]] («ὄρτυγας οἰκογενεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ανθρώπινα [[πάθη]] και καταστάσεις) αυτός ο [[οποίος]] εμφανίστηκε για πρώτη [[φορά]] στο [[σπίτι]] («οἰκογενὴς [[μανία]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσο</i>-<i>γενής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A born in the house, homebred, of slaves, Pl.Men.82b, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xii 27, Plb.38.15.3, POxy.48.4 (i A. D.), etc. ; σῶμα γυναικεῖον οἰ. GDI1842 (Delph.), cf. IG9(1).1066 (Amphissa) ; τὸ γένος οἰ. GDI1859, 1897, al. ; also οἰ. ὄρτυγες Ar.Pax789 ; ἀλεκτορίδες Arist.HA558b20 ; κύων Plu.2.480b : metaph., μανία οἰ., opp. ἔπηλυς, ib.758e, cf. Ph.1.479.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκογενής: -ές, ὁ ἐν τῷ οἴκῳ γεννηθείς, ἐπὶ δούλων, Λατιν. verna, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ emptus, Πλάτ. Μένων 82Β, Πολύβ. 40. 2, 3, πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 202· σῶμα γυναικεῖον οἰκογενές, ἐπιγραφ. Δελφῶν ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1705· τὸ γένος οἰκ. αὐτόθι 1702, 1707, κ. ἀλλ.· πρβλ. οἴκοθεν Ι, καὶ ἴδε ἐνδογενής· ― ὡσαύτως, οἰκ. ὄρτυγες Ἀριστοφ. Εἰρήν. 789· ἀλεκτορίδες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 3· μεταφορ., οἰκ. μανία, ἀντίθετον ἔπηλυς, Πλούτ. 2. 758Ε.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né dans la maison ; οἱ οἰκογενεῖς, les esclaves nés dans la maison.
Étymologie: οἶκος, γίγνομαι.
Greek Monolingual
-ές (Α οἰκογενής, -ές)
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος»)
αρχ.
1. (για δούλους) αυτός που γεννήθηκε στο σπίτι του κυρίου του («τῶν οἰκογενῶν... τοὺς ἀκμάζοντας ταῑς ἡλικίαις... ἐλευθεροῡν», Πολ.)
2. (για ζώα) κατοικίδιος («ὄρτυγας οἰκογενεῑς», Αριστοφ.)
3. μτφ. (για ανθρώπινα πάθη και καταστάσεις) αυτός ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σπίτι («οἰκογενὴς μανία», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -γενής (< γένος), πρβλ. θαλασσο-γενής].