ὀξύφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la voix aiguë, claire <i>ou</i> sonore.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[φωνή]].
|btext=ος, ον :<br />à la voix aiguë, claire <i>ou</i> sonore.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[φωνή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀξύφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[οξεία]], διαπεραστική [[φωνή]] («[[ὀξύφωνος]] ὡς [[ἀηδών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[οξύφωνος]]<br /><i>ο</i> [[αοιδός]] που έχει [[ψιλή]] ανδρική [[φωνή]], ο [[τενόρος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον βαρύτονο ή βαθύφωνο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει λεπτή [[φωνή]] («τὰ [[θήλεα]] ὀξυφωνότερα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠφωνος Medium diacritics: ὀξύφωνος Low diacritics: οξύφωνος Capitals: ΟΞΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: oxýphōnos Transliteration B: oxyphōnos Transliteration C: oksyfonos Beta Code: o)cu/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A shrillvoiced, piercing (cf. ὀξύς 11.3), Telest.5 ; of the nightingale, S.Tr.963 (lyr.), Babr.12.3 ; with high-pitched voice, γυναῖκες Alex.Aphr.Pr.1.97 : Comp. -ότερος Arist.HA538b13, GA787b9.

German (Pape)

[Seite 355] mit heller, hoher Stimme; ἀηδών, Soph. Trach. 959; Arist. physiogn. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύφωνος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν, διαπεραστικὴν φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος (πρβλ. ὀξὺς ΙΙ. 3), Τελέστ. 6, Σοφ. Τρ. 959· συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix aiguë, claire ou sonore.
Étymologie: ὀξύς, φωνή.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀξύφωνος, -ον)
αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνήὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνος
ο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνο
αρχ.
αυτός που έχει λεπτή φωνή («τὰ θήλεα ὀξυφωνότερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος].