παρακινηματικός: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
(9)
 
(31)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=parakinhmatiko/s
|Beta Code=parakinhmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exciting</b>, π. τι καὶ μανιῶδες <span class="bibl">Ph. 2.477</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exciting</b>, π. τι καὶ μανιῶδες <span class="bibl">Ph. 2.477</span>.</span>
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρακίνημα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να διεγείρει, να ερεθίζει, [[διεγερτικός]], [[ερεθιστικός]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακῑνηματικός Medium diacritics: παρακινηματικός Low diacritics: παρακινηματικός Capitals: ΠΑΡΑΚΙΝΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parakinēmatikós Transliteration B: parakinēmatikos Transliteration C: parakinimatikos Beta Code: parakinhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A exciting, π. τι καὶ μανιῶδες Ph. 2.477.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παρακίνημα, -ατος]
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διεγείρει, να ερεθίζει, διεγερτικός, ερεθιστικός.