παράρτημα: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />tout ce qu’on porte suspendu au côté.<br />'''Étymologie:''' [[παραρτάω]].
|btext=ατος (τό) :<br />tout ce qu’on porte suspendu au côté.<br />'''Étymologie:''' [[παραρτάω]].
}}
{{grml
|mltxt=-<i>ατος</i>, το, ΝΑ [[παραρτώ]]<br />[[καθετί]] που [[είναι]] προσαρτημένο σε [[κάτι]], [[προσάρτημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο, τιδήποτε αποτελεί [[προσθήκη]], [[συμπλήρωμα]] σε [[κάτι]], [[εξάρτημα]] (α. «[[παράρτημα]] σχολής» β. «[[παράρτημα]] εγκυκλοπαιδικού λεξικού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παράρτημα]] εφημερίδας» — έκτακτη [[έκδοση]] εφημερίδας, [[μετά]] την [[έκδοση]] του τακτικού φύλλου, για [[αναγγελία]] πολύ σημαντικής είδησης<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> κινητό [[αντικείμενο]] το οποίο, [[χωρίς]] να [[είναι]] συστατικό του κύριου αντικειμένου, προορίζεται να εξυπηρετεί τον οικονομικό του σκοπό και βρίσκεται σε τοπική [[σχέση]] με αυτό, όπως λ.χ. η [[λέμβος]] ενός πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] αναρτημένο από τα [[πλάγια]], πρόσθετο, εξωτερικό<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] που κρεμιέται στο [[σώμα]], [[ιδίως]] από τον λαιμό, και το οποίο πιστεύεται ότι έχει την [[δύναμη]] της αποτροπής του κακού, περίαπτο, [[φυλαχτό]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράρτημα Medium diacritics: παράρτημα Low diacritics: παράρτημα Capitals: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Transliteration A: parártēma Transliteration B: parartēma Transliteration C: parartima Beta Code: para/rthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything hanging at the side, amulet, appendage, Luc.Philops. 8.    II dub. sens. in SIG2554.25 (Magn. Mae.).

German (Pape)

[Seite 497] τό, das daran. an der Seite Hangende, Luc. Philops. 8.

Greek (Liddell-Scott)

παράρτημα: τό, τὸ παραπλεύρως ἀνηρτημένον, περίαπτον, φυλακτήριον, Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. 7.81, Λουκ. Φιλοψ. 8. ΙΙ. παράρτημα, πρόσθετον πρᾶγμα, Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 783Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tout ce qu’on porte suspendu au côté.
Étymologie: παραρτάω.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ παραρτώ
καθετί που είναι προσαρτημένο σε κάτι, προσάρτημα
νεοελλ.
1. ο, τιδήποτε αποτελεί προσθήκη, συμπλήρωμα σε κάτι, εξάρτημα (α. «παράρτημα σχολής» β. «παράρτημα εγκυκλοπαιδικού λεξικού»)
2. φρ. «παράρτημα εφημερίδας» — έκτακτη έκδοση εφημερίδας, μετά την έκδοση του τακτικού φύλλου, για αναγγελία πολύ σημαντικής είδησης
3. (νομ.) κινητό αντικείμενο το οποίο, χωρίς να είναι συστατικό του κύριου αντικειμένου, προορίζεται να εξυπηρετεί τον οικονομικό του σκοπό και βρίσκεται σε τοπική σχέση με αυτό, όπως λ.χ. η λέμβος ενός πλοίου
αρχ.
1. αντικείμενο αναρτημένο από τα πλάγια, πρόσθετο, εξωτερικό
2. αντικείμενο που κρεμιέται στο σώμα, ιδίως από τον λαιμό, και το οποίο πιστεύεται ότι έχει την δύναμη της αποτροπής του κακού, περίαπτο, φυλαχτό.