πατάνη: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6_3)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰτάνη''': [τᾰ], ἡ, [[εἶδος]] ἀναπεπταμένου τρυβλίου, Σώφρων 31 Ahr., πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πατάνιον, τό, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1, ἐν «Κατακολλωμένῳ» 2· ― Πατανίων, [[εἶναι]] τὸ [[ὄνομα]] μαγείρου παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Οἰνοπίωνι» 2. ― Περὶ τῶν Σικελικῶν τύπων [[βατάνη]], -ιον, ἴδε τὰς λέξ. ― (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[πετάννυμι]], πρβλ. [[πάταχνον]], [[πάτελλα]], Λατ. patina, pateila.)
|lstext='''πᾰτάνη''': [τᾰ], ἡ, [[εἶδος]] ἀναπεπταμένου τρυβλίου, Σώφρων 31 Ahr., πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πατάνιον, τό, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1, ἐν «Κατακολλωμένῳ» 2· ― Πατανίων, [[εἶναι]] τὸ [[ὄνομα]] μαγείρου παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Οἰνοπίωνι» 2. ― Περὶ τῶν Σικελικῶν τύπων [[βατάνη]], -ιον, ἴδε τὰς λέξ. ― (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[πετάννυμι]], πρβλ. [[πάταχνον]], [[πάτελλα]], Λατ. patina, pateila.)
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> η [[καραβάνα]] τών ναυτών [[κατά]] τα παλαιότερα [[χρόνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ρηχού πιάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια [[σειρά]] λέξεων που δηλώνουν όργανο, [[σκεύος]], με [[επίθημα]] -<i>άνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λεκ</i>-<i>άνη</i>, <i>χο</i>-<i>άνη</i>, <i>σκαπ</i>-<i>άνη</i>) και συνδέεται με το συνώνυμο λατ. <i>patera</i>. Αμφίβολο παρ' όλα αυτά παραμένει αν η [[σχέση]] τών δύο τ. [[είναι]] [[σχέση]] δανείου (δηλ. το λατ. <i>patera</i> να αποτελεί παράλληλο σχηματισμό του <i>patina</i>, που [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική) ή αν ανάγονται σε [[κοινή]] ΙΕ [[ρίζα]] (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>pattar</i> «[[καλάθι]] στο οποίο τοποθετούνταν σπόροι και καρποί, όχι όμως υγρά τρόφιμα»). Κατ' άλλους, η λ. [[πατάνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πετάνᾱ</i>) συνδέεται με το θ. του [[πετάννυμι]], [[άποψη]] [[ωστόσο]] που δεν ικανοποιεί [[ούτε]] μορφολογικά [[ούτε]] σημασιολογικά. Η ύπαρξη, [[τέλος]], του σικελ. τ. [[βατάνη]] μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για [[ευρέως]] διαδεδομένη [[λέξη]]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰτάνη Medium diacritics: πατάνη Low diacritics: πατάνη Capitals: ΠΑΤΑΝΗ
Transliteration A: patánē Transliteration B: patanē Transliteration C: patani Beta Code: pata/nh

English (LSJ)

[τᾰ], ἡ, a kind of

   A flat dish, Sophr.13, cf. Poll. 10.107 :—also πάτᾰνον, τό, Id.6.90 (v.l.), Hsch. :—Dim. πᾰτάνιον, τό, Antiph.70, Eub.38,47 ; Πᾰτᾰνίων is the name of a cook in Philetaer.14,15. —For the Sicil. forms βᾰτάνη, πᾰτᾰγ-ιον, v. sub vocc.

German (Pape)

[Seite 534] ἡ, u. πάτανον, τό, auch sicil. βατάνη, flaches Geschirr, Schüssel, VLL. u. Ath. Nach Poll. 10, 107 bei Sophro = ἐκπέταλον λοπάδιον. Vgl. πάταχνον und πάτελλα, wie das lat. patina, patella.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτάνη: [τᾰ], ἡ, εἶδος ἀναπεπταμένου τρυβλίου, Σώφρων 31 Ahr., πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πατάνιον, τό, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1, ἐν «Κατακολλωμένῳ» 2· ― Πατανίων, εἶναι τὸ ὄνομα μαγείρου παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Οἰνοπίωνι» 2. ― Περὶ τῶν Σικελικῶν τύπων βατάνη, -ιον, ἴδε τὰς λέξ. ― (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ πετάννυμι, πρβλ. πάταχνον, πάτελλα, Λατ. patina, pateila.)

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. η καραβάνα τών ναυτών κατά τα παλαιότερα χρόνια
αρχ.
είδος ρηχού πιάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια σειρά λέξεων που δηλώνουν όργανο, σκεύος, με επίθημα -άνη (πρβλ. λεκ-άνη, χο-άνη, σκαπ-άνη) και συνδέεται με το συνώνυμο λατ. patera. Αμφίβολο παρ' όλα αυτά παραμένει αν η σχέση τών δύο τ. είναι σχέση δανείου (δηλ. το λατ. patera να αποτελεί παράλληλο σχηματισμό του patina, που είναι δάνειο από την Ελληνική) ή αν ανάγονται σε κοινή ΙΕ ρίζα (πρβλ. χεττιτ. pattar «καλάθι στο οποίο τοποθετούνταν σπόροι και καρποί, όχι όμως υγρά τρόφιμα»). Κατ' άλλους, η λ. πατάνη (< πετάνᾱ) συνδέεται με το θ. του πετάννυμι, άποψη ωστόσο που δεν ικανοποιεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά. Η ύπαρξη, τέλος, του σικελ. τ. βατάνη μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη].