παχύρριζος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(31) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰχύρριζος''': -ον, ὁ παχείας ἔχων τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 4. | |lstext='''πᾰχύρριζος''': -ον, ὁ παχείας ἔχων τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[παχύρριζος]], -ον, ΝΑ<br />(για φυτά) αυτός που έχει παχιές, χοντρές ρίζες, χονδρόρριζος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[παχύρριζος]]<br /><b>βοτ.</b> μικρό [[γένος]] αγγειόσπερων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[φαβώδη]], [[οικογένεια]] [[φαβίδες]]. Καλλιεργούνται στις τροπικές περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και της Αμερικής, έχουν [[ρίζα]] σαρκώδη και θυμίζουν [[κατά]] την [[φυσιογνωμία]] τους το [[φασόλι]], τα σπέρματά τους όμως [[είναι]] δηλητηριώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>ρριζος</i>. Η λ. με την νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pachyrhizus</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with thick roots, Thphr.HP3.11.4, Dsc.1.14.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύρριζος: -ον, ὁ παχείας ἔχων τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 4.
Greek Monolingual
-η, -ο / παχύρριζος, -ον, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που έχει παχιές, χοντρές ρίζες, χονδρόρριζος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο παχύρριζος
βοτ. μικρό γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη, οικογένεια φαβίδες. Καλλιεργούνται στις τροπικές περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και της Αμερικής, έχουν ρίζα σαρκώδη και θυμίζουν κατά την φυσιογνωμία τους το φασόλι, τα σπέρματά τους όμως είναι δηλητηριώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. λεπτό-ρριζος. Η λ. με την νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pachyrhizus].