περιπλάνιος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(6_3) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιπλάνιος''': [ᾰ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[περιπλανής]], Ἀνθ. Π. 7. 736. | |lstext='''περιπλάνιος''': [ᾰ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[περιπλανής]], Ἀνθ. Π. 7. 736. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[περιπλανής]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) περιπλανώμενος, [[περιπλανής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, poet. for
A περιπλανής, βίος AP7.736 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 587] poet. für περιπλανής, βίος, Leon. Tar. 55 (VII, 736).
Greek (Liddell-Scott)
περιπλάνιος: [ᾰ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ περιπλανής, Ἀνθ. Π. 7. 736.
Greek Monolingual
-ον, Α περιπλανής
(ποιητ. τ.) περιπλανώμενος, περιπλανής.