πλητίς: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(6_12)
(33)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλητίς''': -ῖνος, ἡ, «πλητῖνες· δέλτοι» Ἡσύχ.
|lstext='''πλητίς''': -ῖνος, ἡ, «πλητῖνες· δέλτοι» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ῑνος, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>πληθ.</b> «πλητῑνες<br />δέλτοι».
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 636] ἡ, = τὸ πλατίον, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πλητίς: -ῖνος, ἡ, «πλητῖνες· δέλτοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῑνος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) πληθ. «πλητῑνες
δέλτοι».