ποίκιλμα: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
(Autenrieth)
(33)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ατος ([[ποικίλλω]]): [[any]] [[variegated]] [[work]], broidery, Il. 6.294 and Od. 15.107. (The [[cut]] represents a [[woman]] embroidering.)
|auten=ατος ([[ποικίλλω]]): [[any]] [[variegated]] [[work]], broidery, Il. 6.294 and Od. 15.107. (The [[cut]] represents a [[woman]] embroidering.)
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[ποικίλλω]]<br /><b>1.</b> [[στολίδι]], [[κόσμημα]], [[πλουμίδι]] («[[πέπλος]] μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα ποικίλματα</i><br /><b>μουσ.</b> ελεύθεροι ή τυποποιημένοι τρόποι άρθρωσης του βασικού σκελετού μιας μελωδίας, που συμβολίζονται με μια γραφική [[παράσταση]], αλλ. καλλωπισμοί ή μελίσματα ή φιοριτούρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ύφασμα κεντημένο, [[κέντημα]]<br /><b>2.</b> [[διαφοροποίηση]], [[ποικιλομορφία]], [[ποικιλία]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποίκιλμα Medium diacritics: ποίκιλμα Low diacritics: ποίκιλμα Capitals: ΠΟΙΚΙΛΜΑ
Transliteration A: poíkilma Transliteration B: poikilma Transliteration C: poikilma Beta Code: poi/kilma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A broidered stuff, brocade, A.Ch.1013; ὑφάσμασι καὶ π. Arist. Mete.375a23.    2 embroidery, ὃς [πέπλος] κάλλιστος ἔην ποικίλμασιν Il.6.294; ποικίλμασι κεκόσμηται [ἡ οἰκία] with various ornaments, X. Oec.9.2; ὁ πέπλος μεστὸς τῶν . . π. Pl.Euthphr.6c; τὰ π. καὶ τὰ ζωγραφήματα καὶ τὰ πλάσματα Id.Hp.Ma.298a; of the stars in heaven, Id.R.529c; οὐρανοῦ δέμας Χρόνου καλὸν π. CritiasFr.25.34D.    II generally, variety, diversity, Pl.Lg.747a, Ti.67a; τῶν ῥυθμῶν . . παντοδαπὰ π. προσαρμόττοντας τοῖσι φθόγγοις τῆς λύρας Id.Lg.812e; τὰ ἐν διαίτῃ π. Epicur.Sent.Vat.69; τὸ παντοδαπὸν π. τῶν φαινομένων Phld.Sign.33.

German (Pape)

[Seite 649] τό, alles Buntgemachte, in Malerei, Stickerei oder Weberei, und diese Verzierungen selbst, bes. bunte, künstliche Weberei oder Stickerei, Il. 6, 289 Od. 15, 107. πολλὰς βαφὰς φθείρουσα τοῦ ποικίλματος, Aesch. Ch. 1008, Plat. Hipp. mai. 298 a verbindet ποικίλματα καὶ ζωγραφήματα καὶ πλάσματα; ὁ πέπλος μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων, Euthyphr. 6 c; auch τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ποικίλματα, von den Sternbildern, Rep. VII, 529 c; übh. Mannichfaltigkeit, Verschiedenheit, Tim. 67 a u. Sp. wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ποίκιλμα: τό, ὕφασμα κεντημένον, κέντημα, Αἰσχύλ. Χο. 1013˙ ὑφάσμασι καὶ π. Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 29. 2) ἔργον ποικίλον, κέντημα, ὃς [[[πέπλος]]] κάλλιστος ἔην ποικίλμασιν Ἰλ. Ζ. 294, Ὀδ. Ο. 107˙ βαφὰς φθείρουσα τοῦ π. Αἰσχύλ. Χο. 1013˙ ποικίλμασι κεκόσμηται [ἡ οἰκία], διὰ πολλῶν κοσμημάτων, Ξεν. Οἰκ. 3. 2˙ ὁ πέπλος μεστὸς τῶν… π. Πλάτ. Εὐθύφρων 6C˙ τὰ π. καὶ τὰ ζωγραφήματα καὶ τὰ πλάσματα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζονι 298 Α˙ ἐπὶ τῶν ἄστρων ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 529C. ΙΙ. καθόλου, ποικιλία, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 747Α, Τίμ. 67 Α˙ τῶν ῥυθμῶν… παντοδαπὰ ποικίλματα προσαρμόττοντας τοῖσι φθόγγοις τῆς λύρας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 812Ε.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 broderie;
2 τὰ ποικίλματα les ornements variés.
Étymologie: ποικίλλω.

English (Autenrieth)

ατος (ποικίλλω): any variegated work, broidery, Il. 6.294 and Od. 15.107. (The cut represents a woman embroidering.)

Greek Monolingual

το, ΝΑ ποικίλλω
1. στολίδι, κόσμημα, πλουμίδιπέπλος μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν», Πλάτ.)
νεοελλ.
στον πληθ. τα ποικίλματα
μουσ. ελεύθεροι ή τυποποιημένοι τρόποι άρθρωσης του βασικού σκελετού μιας μελωδίας, που συμβολίζονται με μια γραφική παράσταση, αλλ. καλλωπισμοί ή μελίσματα ή φιοριτούρες
αρχ.
1. ύφασμα κεντημένο, κέντημα
2. διαφοροποίηση, ποικιλομορφία, ποικιλία.