ποίμανσις: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(6_8) |
(33) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποίμανσις''': -εως, ἡ, τὸ ποιμαίνειν, κυβερνᾶν, Γεωργ. Παχυμ. [[βίος]] Ἀνδρ. Παλαιολ. σ. 101Β, κλπ. | |lstext='''ποίμανσις''': -εως, ἡ, τὸ ποιμαίνειν, κυβερνᾶν, Γεωργ. Παχυμ. [[βίος]] Ἀνδρ. Παλαιολ. σ. 101Β, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άνσεως, ἡ, Μ [[ποιμαίνω]]<br />(για πνευματικούς ή θρησκευτικούς αρχηγούς) η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ποιμαίνω]], [[καθοδήγηση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:19, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
ποίμανσις: -εως, ἡ, τὸ ποιμαίνειν, κυβερνᾶν, Γεωργ. Παχυμ. βίος Ἀνδρ. Παλαιολ. σ. 101Β, κλπ.
Greek Monolingual
-άνσεως, ἡ, Μ ποιμαίνω
(για πνευματικούς ή θρησκευτικούς αρχηγούς) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ποιμαίνω, καθοδήγηση.