πολύβιβλος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_17) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύβιβλος''': -ον, ὁ ἐκ πολλῶν βιβλ. ἀποτελούμενος, [[ἱστορία]] Ἀθήν. 249Α. | |lstext='''πολύβιβλος''': -ον, ὁ ἐκ πολλῶν βιβλ. ἀποτελούμενος, [[ἱστορία]] Ἀθήν. 249Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύβιβλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(για συγγράμματα) αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] βιβλία, [[πολύτομος]] («[[πολύβιβλος]] [[ιστορία]]», Αθην.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[πολλά]] βιβλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βίβλος]] / [[βιβλίον]] (<b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>βιβλος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A in many books, ἱστορία Ath.6.249a; πραγματεία Gal.1.409, cf. IGRom. 4.1655 (Notium: -βυβλον lapis).
German (Pape)
[Seite 660] von vielen Büchern od. Bänden, ἱστορία, Ath. VI, 249 a.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβιβλος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν βιβλ. ἀποτελούμενος, ἱστορία Ἀθήν. 249Α.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύβιβλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-αρχ.
(για συγγράμματα) αυτός που αποτελείται από πολλά βιβλία, πολύτομος («πολύβιβλος ιστορία», Αθην.)
μσν.
αυτός που έχει πολλά βιβλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βίβλος / βιβλίον (πρβλ. μονό-βιβλος)].