πρατίας: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(6_19) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρᾱτίας''': -ου, ὁ, = [[πρατήρ]], ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμικοῖς, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 8· «[[πρατίας]]· ὁ δημόσια πωλῶν καὶ κηρύσσων» Ἡσύχ., Φώτ. | |lstext='''πρᾱτίας''': -ου, ὁ, = [[πρατήρ]], ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμικοῖς, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 8· «[[πρατίας]]· ὁ δημόσια πωλῶν καὶ κηρύσσων» Ἡσύχ., Φώτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πρατήρ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πρατίας]]<br />ὁ [[δημόσια]] πωλῶν καὶ κηρύσσων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρατός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = πρατήρ, Com.Adesp.336.5 (dub., cf. πρᾶος).
German (Pape)
[Seite 696] ὁ, = πρατήρ, Phot. lex. ὁ τὰ δημόσια πωλῶν, κήρυξ δημόσιος; comic. b. Poll. 7, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱτίας: -ου, ὁ, = πρατήρ, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμικοῖς, Πολυδ. Ζ΄, 8· «πρατίας· ὁ δημόσια πωλῶν καὶ κηρύσσων» Ἡσύχ., Φώτ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. πρατήρ
2. (κατά τον Ησύχ.) «πρατίας
ὁ δημόσια πωλῶν καὶ κηρύσσων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρατός + επίθημα -ίας].