πορφυροειδής: Difference between revisions

33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />semblable à la pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />semblable à la pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]], [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[χρώμα]] το οποίο μοιάζει με πορφυρό, που θυμίζει [[πορφύρα]]<br />(α. «πορφυροειδὴς λίμνα», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πορφυροειδὴς ἅλς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πορφυροειδής]] [[ιστός]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> [[ιστός]] εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία οι μεγαλύτεροι κρύσταλλοι, οι φαινοκρύσταλλοι, βρίσκονται [[μέσα]] σε μικροκρυσταλλική κύρια [[μάζα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πορφυροειδῶς</i> Α<br />με [[χρώμα]] που μοιάζει με πορφυρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}