προσαγάλλω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_5)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσᾰγάλλω''': ἀόρ. -ήγηλα, τιμῶ, [[ἀγλαΐζω]], [[προσέτι]], «ἀναθῶμεν... τασδὶ τὰς εἰρεσιώνας καὶ προααγήλωμεν ἀπελθόντας» Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 19, Σουΐδ.
|lstext='''προσᾰγάλλω''': ἀόρ. -ήγηλα, τιμῶ, [[ἀγλαΐζω]], [[προσέτι]], «ἀναθῶμεν... τασδὶ τὰς εἰρεσιώνας καὶ προααγήλωμεν ἀπελθόντας» Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 19, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[τιμώ]] επιπροσθέτως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγάλλω]] «[[τιμώ]], [[λατρεύω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰγάλλω Medium diacritics: προσαγάλλω Low diacritics: προσαγάλλω Capitals: ΠΡΟΣΑΓΑΛΛΩ
Transliteration A: prosagállō Transliteration B: prosagallō Transliteration C: prosagallo Beta Code: prosaga/llw

English (LSJ)

aor. -ήγηλα,

   A honour besides, Eup.119.

German (Pape)

[Seite 747] (s. ἀγάλλω), noch dazu ehren od. zieren, προσαγήλωμεν, Eupolis bei Suid. v. άγῆλαι.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰγάλλω: ἀόρ. -ήγηλα, τιμῶ, ἀγλαΐζω, προσέτι, «ἀναθῶμεν... τασδὶ τὰς εἰρεσιώνας καὶ προααγήλωμεν ἀπελθόντας» Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 19, Σουΐδ.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) τιμώ επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀγάλλω «τιμώ, λατρεύω»].