προσάλληλος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6_17) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσάλληλος''': -ον, ὁ εἷς [[ἐναντίον]] τοῦ ἄλλου, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 38. | |lstext='''προσάλληλος''': -ον, ὁ εἷς [[ἐναντίον]] τοῦ ἄλλου, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 38. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[ένας]] [[μαζί]] με τον [[άλλο]] ή ο [[ένας]] [[εναντίον]] του άλλου<br /><b>2.</b> [[αρμόδιος]] ή [[πρόσφορος]] («[[προσάλληλος]] [[καρπὸς]] τόπῳ», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> [[αμοιβαίος]]<br /><b>4.</b> [[σχετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>άλληλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλλήλων]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-<i>άλληλος</i>, <i>παρ</i>-<i>άλληλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A one with or against another, X.Eq.4.3, Ach.Tat. 2.38. 2 congenial, π. καρπὸς πόπῳ prob. in Thphr.HP2.2.8. 3 mutual, Phld.D.3.14; correlative, Syrian. in Metaph.34.23.
German (Pape)
[Seite 748] gegen einander, Theophr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
προσάλληλος: -ον, ὁ εἷς ἐναντίον τοῦ ἄλλου, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 38.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο ένας μαζί με τον άλλο ή ο ένας εναντίον του άλλου
2. αρμόδιος ή πρόσφορος («προσάλληλος καρπὸς τόπῳ», Θεόφρ.)
3. αμοιβαίος
4. σχετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -άλληλος (< ἀλλήλων), πρβλ. κατ-άλληλος, παρ-άλληλος].