προσεκλέγω: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_1) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσεκλέγω''': [[ἐκβάλλω]], ἐκριζῶ [[προσέτι]], ὀδόντα Τέλης παρὰ Στοβ. 577. 22· ― Μέσ., [[ἐκλέγω]] [[προσέτι]], οὐραγοὺς Πολύβ. 6. 24. 2. | |lstext='''προσεκλέγω''': [[ἐκβάλλω]], ἐκριζῶ [[προσέτι]], ὀδόντα Τέλης παρὰ Στοβ. 577. 22· ― Μέσ., [[ἐκλέγω]] [[προσέτι]], οὐραγοὺς Πολύβ. 6. 24. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]] [[κάτι]] [[ακόμη]] (α. «καὶ τοὺς ἄλλους [ὀδόντας] προσεκλέγειν», Γέλ.<br />β. «τόκους καὶ ἐπιτοκίας προσεκλέγειν», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσεκλέγομαι</i><br />[[επιλέγω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου επιπροσθέτως («προσεκλέγονται δ' οὗτοι [[πάλιν]] αὐτοὶ τοὺς ἴσους οὐραγούς», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A pull out besides, καὶ τοὺς ἄλλους [ὀδόντας] Teles p.60 H.; τόκους καὶ ἐπιτοκίας Ph.2.596:—Med., select besides, οὐραγούς Plb.6.24.2.
German (Pape)
[Seite 758] (s. λέγω), noch dazu auslesen oder auswählen, med. Etwas noch obendrein für sich auswählen, Pol. 6, 24, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκλέγω: ἐκβάλλω, ἐκριζῶ προσέτι, ὀδόντα Τέλης παρὰ Στοβ. 577. 22· ― Μέσ., ἐκλέγω προσέτι, οὐραγοὺς Πολύβ. 6. 24. 2.
Greek Monolingual
Α
1. αφαιρώ, αποσπώ κάτι ακόμη (α. «καὶ τοὺς ἄλλους [ὀδόντας] προσεκλέγειν», Γέλ.
β. «τόκους καὶ ἐπιτοκίας προσεκλέγειν», Φίλ.)
2. μέσ. προσεκλέγομαι
επιλέγω κάτι για τον εαυτό μου επιπροσθέτως («προσεκλέγονται δ' οὗτοι πάλιν αὐτοὶ τοὺς ἴσους οὐραγούς», Πολ.).