προσκύπτω: Difference between revisions
μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος → great is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=se pencher vers, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κύπτω]]. | |btext=se pencher vers, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κύπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[κύπτω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω, [[γέρνω]] από το [[παράθυρο]] ή από τον εξώστη<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλίνω]], [[γέρνω]] [[προς]] κάποιον, [[σκύβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A stoop to or over one, ὅταν . . προσκύψασα φιλήσῃ Ar.V. 608; ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφώς Pl.R.449b; π. τινὶ πρὸς τὸ οὖς lean towards one and whisper in his ear, Id.Euthd.275e; πρὸς τὸ οὖς cj. in Thphr.Char.2.10; π. πρός τινα Ath.5.181f; προσεκεκύφει τῇ γῇ Longin.Rh.p.180 H.
German (Pape)
[Seite 771] sich wohin bücken, neigen; προσκύψασα φιλήσῃ, Ar. Vesp. 608; ἔλεγεν ἄττα προσκεκυφώς, Plat. Rep. V, 449 b; πρὸς τὸ οὖς, um ins Ohr zu flüstern, Euthyd. 275 e; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 849.
Greek (Liddell-Scott)
προσκύπτω: κύπτω πρός τινα, ὅταν… προσκύψασα φιλήσῃ Ἀριστοφ. Σφ. 608· ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφὼς Πλάτ. Πολ. 449Β· πρ. τινὶ πρὸς τὸ οὖς, κύπτω πρός τινα καὶ ψιθυρίζω πρὸς τὸ οὖς αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 275Ε· οὕτω, πρ. πρός τινα Ἀθήν. 181F.
French (Bailly abrégé)
se pencher vers, avec πρός et l’acc..
Étymologie: πρός, κύπτω.
Greek Monolingual
ΜΑ κύπτω
μσν.
σκύβω προς τα έξω, γέρνω από το παράθυρο ή από τον εξώστη
αρχ.
κλίνω, γέρνω προς κάποιον, σκύβω.