προσταγή: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[πρόσταγμα]].<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[πρόσταγμα]].<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προστάσσω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[προστάζω]], [[πρόσταγμα]], [[κέλευσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διαταγή]] που διατυπώνεται με επιτακτικό τόνο<br /><b>2.</b> <b>(ποιν.)</b> [[δήλωση]] βούλησης την οποία απευθύνει [[ένας]] ιεραρχικά [[ανώτερος]] [[προς]] έναν ιεραρχικά υφιστάμενό του απαιτώντας από αυτόν ορισμένη [[συμπεριφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>προσταγῇ</i><br />[[κατόπιν]] διαταγής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ προσταγήν» — σύμφωνα με [[διαταγή]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστᾰγή Medium diacritics: προσταγή Low diacritics: προσταγή Capitals: ΠΡΟΣΤΑΓΗ
Transliteration A: prostagḗ Transliteration B: prostagē Transliteration C: prostagi Beta Code: prostagh/

English (LSJ)

ἡ, = sq., LXX Da.3.28 (95), Sammelb.3924.15 (i A.D.), Diog.Oen.11, Ps.-Plu.Fluv.6.4, 10.2;

   A κατὰ -ταγήν τινος τινος J.AJ1.7.1, al.; προσταγῇ IG42(1).497 (Epid., ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 780] ἡ, = πρόσταγμα, Sp., wie Lycophr. 138 Schol. Thuc. 4, 118.

Greek (Liddell-Scott)

προστᾰγή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 1154C, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 2, σ. 457, 11, κλπ.: πρβλ. Μοῖριν 318.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
v. πρόσταγμα.
Étymologie: προστάσσω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προστάσσω
η ενέργεια του προστάζω, πρόσταγμα, κέλευσμα
νεοελλ.
1. διαταγή που διατυπώνεται με επιτακτικό τόνο
2. (ποιν.) δήλωση βούλησης την οποία απευθύνει ένας ιεραρχικά ανώτερος προς έναν ιεραρχικά υφιστάμενό του απαιτώντας από αυτόν ορισμένη συμπεριφορά
αρχ.
1. (η δοτ. ως επίρρ.) προσταγῇ
κατόπιν διαταγής
2. φρ. «κατὰ προσταγήν» — σύμφωνα με διαταγή.