προσιτός: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />accessible.<br />'''Étymologie:''' [[πρόσειμι]]². | |btext=ή, όν :<br />accessible.<br />'''Étymologie:''' [[πρόσειμι]]². | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[προσιτός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον προσεγγίσει, να τον πλησιάσει (α. «προσιτή [[κορυφή]]» β. «προσιτή [[ακτή]]» γ. «[[οὔτε]] προσιτὸ [[εἶναι]] τὸν τόπον οὔθ' ὁρατόν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, [[φθηνός]] («προσιτά βιβλία»)<br />β) (για [[τιμή]]) [[χαμηλός]] («ρούχα και κοσμήματα σε τιμές προσιτές»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για χαρακτήρα) [[ήρεμος]], [[πράος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόσειμι]], <b>πρβλ.</b> [[εἶμι]]: [[ἰτός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A approachable, of places, Str.6.2.8, J.BJ3.7.7; τὸ π. τοῦ τείχους ib.3.7.8. II of character, ἦθος π. Plu.Phil. 15.
German (Pape)
[Seite 767] adj. verb. zu πρόσειμι, zugänglich, Plut. Philop. 15.
Greek (Liddell-Scott)
προσῐτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Πλουτ. Φιλοπ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
accessible.
Étymologie: πρόσειμι².
Greek Monolingual
-ή, -ό / προσιτός, -ή, -όν, ΝΑ
(για τόπο) αυτός που μπορεί κανείς να τον προσεγγίσει, να τον πλησιάσει (α. «προσιτή κορυφή» β. «προσιτή ακτή» γ. «οὔτε προσιτὸ εἶναι τὸν τόπον οὔθ' ὁρατόν», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, φθηνός («προσιτά βιβλία»)
β) (για τιμή) χαμηλός («ρούχα και κοσμήματα σε τιμές προσιτές»)
αρχ.
(για χαρακτήρα) ήρεμος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσειμι, πρβλ. εἶμι: ἰτός].