πρωθύστερος: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(6_17) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωθύστερος''': -ον, ὁ [[ὕστερος]] πρῶτος, πρ. ὁ [[τρόπος]] Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 702· οὐδ. πρωθύστερον = [[ὕστερον]] πρότερον, [[σχῆμα]] λόγου καθ’ ὃ τὰ πρῶτα τάσσονται ὕστερα καὶ τἀνάπαλιν, Εὐρ. Φοίν. 887, κτλ. | |lstext='''πρωθύστερος''': -ον, ὁ [[ὕστερος]] πρῶτος, πρ. ὁ [[τρόπος]] Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 702· οὐδ. πρωθύστερον = [[ὕστερον]] πρότερον, [[σχῆμα]] λόγου καθ’ ὃ τὰ πρῶτα τάσσονται ὕστερα καὶ τἀνάπαλιν, Εὐρ. Φοίν. 887, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πρωθύστερος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που προτάσσεται ενώ θα έπρεπε να επιτάσσεται, που τίθεται [[πρώτος]] ενώ θα έπρεπε να έπεται<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρωθύστερο [[σχήμα]]» ή [[απλώς]] «το πρωθύστερο»<br />(ενν. [[σχήμα]]) <b>γραμμ.</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο προτάσσεται [[ένας]] όρος ή μια [[πράξη]] που χρονικά και λογικά θα έπρεπε να ακολουθεί και να επιτάσσεται (α. «γίνεσαι [[Τούρκος]], Διάκο μου, την [[πίστη]] σου ν' αλλάξης;», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «οἵ οἱ [[πρόσθεν]] ἅμα τράφειν ἠδὲ γένοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) <b>(λογ.)</b> [[συλλογισμός]] [[κατά]] τον οποίο λαμβάνεται ως [[αποδεικτικός]] [[λόγος]] μια [[πρόταση]] της οποίας η [[αλήθεια]] [[είναι]] [[επακολούθημα]] της αποδεικτέας πρότασης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωθυστέρως</i> και <i>πρωθύστερα</i> Ν<br />με πρωθύστερο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὕστερος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hindmost foremost, last first, π. ὁ τρόπος Sch.E.Or.702: neut.,= ὕστερον πρότερον, Sch.E.Ph.887, etc.
Greek (Liddell-Scott)
πρωθύστερος: -ον, ὁ ὕστερος πρῶτος, πρ. ὁ τρόπος Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 702· οὐδ. πρωθύστερον = ὕστερον πρότερον, σχῆμα λόγου καθ’ ὃ τὰ πρῶτα τάσσονται ὕστερα καὶ τἀνάπαλιν, Εὐρ. Φοίν. 887, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρωθύστερος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που προτάσσεται ενώ θα έπρεπε να επιτάσσεται, που τίθεται πρώτος ενώ θα έπρεπε να έπεται
2. φρ. «πρωθύστερο σχήμα» ή απλώς «το πρωθύστερο»
(ενν. σχήμα) γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο προτάσσεται ένας όρος ή μια πράξη που χρονικά και λογικά θα έπρεπε να ακολουθεί και να επιτάσσεται (α. «γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξης;», δημ. τραγούδι
β. «οἵ οἱ πρόσθεν ἅμα τράφειν ἠδὲ γένοντο», Ομ. Ιλ.)
β) (λογ.) συλλογισμός κατά τον οποίο λαμβάνεται ως αποδεικτικός λόγος μια πρόταση της οποίας η αλήθεια είναι επακολούθημα της αποδεικτέας πρότασης.
επίρρ...
πρωθυστέρως και πρωθύστερα Ν
με πρωθύστερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ὕστερος.