πρωτογεύστης: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτογεύστης''': -ου, ὁ, ὁ πρῶτος γευόμενος, Γλωσσ. | |lstext='''πρωτογεύστης''': -ου, ὁ, ὁ πρῶτος γευόμενος, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[πρώτος]] γεύεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (στις Ινδίες) [[ονομασία]] ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γεύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[γεύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οινο</i>-[[γεύστης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A first taster, ib. II name of an Indian animal, Alex. Aphr.Pr.2.60.
German (Pape)
[Seite 805] ὁ, der Erstschmecker, ein sonst unbekanntes indisches Thier, Alex. Aphrod.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτογεύστης: -ου, ὁ, ὁ πρῶτος γευόμενος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που πρώτος γεύεται κάτι
2. (στις Ινδίες) ονομασία ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + γεύστης (< γεύομαι), πρβλ. οινο-γεύστης.