προχάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
(6_20) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προχάζω''': προχωρῶ, «προχάζοις· προβαίνοις. ἀναποδίζοις» καὶ «πρόχασον· πρόελθε» Ἡσύχ.· «προχάζοις: προβαίνοις» Φώτ. | |lstext='''προχάζω''': προχωρῶ, «προχάζοις· προβαίνοις. ἀναποδίζοις» καὶ «πρόχασον· πρόελθε» Ἡσύχ.· «προχάζοις: προβαίνοις» Φώτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «προχάζοις<br />προβαίνοις»<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προχάζοις<br />ἀναποδίζοις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>χάζομαι</i> «[[υποχωρώ]], αποσύρομαι». Το ρ. απαντά [[σπανίως]] στην ενεργ. [[φωνή]] [[κυρίως]] σε συνθ. ρ. (<b>πρβλ.</b> <i>ανα</i>-[[χάζω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
A advance, Hsch., Phot. 2 = ἀναποδίζω, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
προχάζω: προχωρῶ, «προχάζοις· προβαίνοις. ἀναποδίζοις» καὶ «πρόχασον· πρόελθε» Ἡσύχ.· «προχάζοις: προβαίνοις» Φώτ.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Φώτ.) «προχάζοις
προβαίνοις»
2. (κατά τον Ησύχ.) «προχάζοις
ἀναποδίζοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χάζομαι «υποχωρώ, αποσύρομαι». Το ρ. απαντά σπανίως στην ενεργ. φωνή κυρίως σε συνθ. ρ. (πρβλ. ανα-χάζω)].