πτυχίς: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(6_12) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτῠχίς''': -ίδος, ἡ, ἴδε πτὺξ ΙΙΙ. | |lstext='''πτῠχίς''': -ίδος, ἡ, ἴδε πτὺξ ΙΙΙ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πλάκα]] («μαρμάρων [[πτυχίς]]» Προκ. Γαζ.)<br /><b>2.</b> [[σανίδα]] της πρύμνης, [[ακροστόλιο]] [[πάνω]] στο οποίο ήταν γραμμένη η [[ονομασία]] του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτυχή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>γραφ</i>-<i>ίς</i>, <i>ραφ</i>-<i>ίς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A slab, in sg. as collective, μαρμάρων πτυχίς Procop.Gaz.Ecphr. p.151B.; = ἀκροστόλιον, the part of a ship on which the name was inscribed, Poll.1.86; cf. πτύξ v.
German (Pape)
[Seite 812] ίδος, ἡ, s. πτύξ, a. E.
Greek (Liddell-Scott)
πτῠχίς: -ίδος, ἡ, ἴδε πτὺξ ΙΙΙ.
Greek Monolingual
ίδος, ἡ, Α
1. πλάκα («μαρμάρων πτυχίς» Προκ. Γαζ.)
2. σανίδα της πρύμνης, ακροστόλιο πάνω στο οποίο ήταν γραμμένη η ονομασία του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτυχή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. γραφ-ίς, ραφ-ίς)].