πύρινος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(T22)
(35)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=πυρινη, πυρινον ([[πῦρ]]), [[fiery]]: θώρακες πυρίνους, i. e. [[shining]] [[like]] [[fire]], [[Aristotle]], [[Polybius]], [[Plutarch]], others.)  
|txtha=πυρινη, πυρινον ([[πῦρ]]), [[fiery]]: θώρακες πυρίνους, i. e. [[shining]] [[like]] [[fire]], [[Aristotle]], [[Polybius]], [[Plutarch]], others.)  
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο / [[πύρινος]], -η, -ον, ΝΜΑ [[πῡρ]]<br />αυτός που αποτελείται από [[φωτιά]], αυτός που καίει, ο [[διάπυρος]] («πύρινα ἄστρα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ένθερμος]], [[διακαής]] («[[πύρινος]] [[έρωτας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[πύρινον]]<br />το [[φυτό]] [[πύρεθρο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πύρινον]] [[φάρμακον]]»<br /><b>πιθ.</b> το [[αρσενικό]]<br />β) «πύριναι νύμφαι» — [[ονομασία]] τών θερμών πηγών<br />γ) «[[πύρινος]] [[πόλεμος]]»<br /><b>μτφ.</b> [[άγριος]], [[σκληρός]], [[πεισματώδης]] [[πόλεμος]]<br />δ) «[[πύρινον]] ἀσπαστικὸν» — θερμότατος [[χαιρετισμός]].———————— <b>(II)</b><br />-ίνη, -ον, ΜΑ [[πυρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[σιτάρι]], ο [[σιταρένιος]] («σὺν πολλοῑς ἄρτοις... πυρίνοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (το θηλ, ως ουσ.) <i>ἡ [[πυρίνη]]<br />[[ονομασία]] εμπλάστρου το οποίο περιέχει άρτο.
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύρῐνος Medium diacritics: πύρινος Low diacritics: πύρινος Capitals: ΠΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: pýrinos Transliteration B: pyrinos Transliteration C: pyrinos Beta Code: pu/rinos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, (πῦρ)

   A of fire, fiery, σῶμα Arist.de An.435a12, cf. GC326a31; εἰ . . ὁ ἀὴρ μὴ πῦρ, ἀλλὰ π. Id.Metaph.1049a26; ἄστρα Id.Cael.289a16; δοκίς D.S.15.50; θώρακες Apoc.9.17; π. κλῇθρα PMag.Par.1.589; π. νύμφαι hot springs, AP14.52; π. φάρμακον fiery drug, prob. arsenic, Maria ap.Zos.Alch.p.201 B.    II metaph., π. πόλεμος bitter, obstinate war, Plb.35.1.6, D.S.31.40.    2 π. ἀσπαστικόν fiery greeting, PMag.Par.1.638.
πύρῐνος [ῡ], η, ον, (πῡρός)

   A of wheat, wheaten, <στάχυς> E.Fr.373; prob. for πυρίμου ib.350; ἄρτοι X.An.4.5.31; σῖτος PEleph.5.26 (iii B.C.), Babr.26.2; πτισάνη Arist.Pr.863a35; ἄχυρον, ἄλευρον, Thphr.HP8.4.1, Dsc.3.102; γράστις PSI3.351.7 (iii B.C.), Hippiatr. 68; ἡ πυρίνη, name of a plaster containing bread, Paul.Aeg.7.17.15.

German (Pape)

[Seite 822] wie πύριμος u. πυράμινος, vom Weizen; Posidon. bei Ath. IV, 152 c; Xen. An. 4, 5, 31; vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 45; ἄχνη, Babr. 117, 7. vom Feuer; σῶμα, Arist. de an. 3, 13; Plut. Lys. 12 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πύρῐνος: [ῠ], -η, -ον, (πῦρ) ὁ ἐκ πυρός, πυρώδης, σῶμα Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 13, 1, πρβλ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 19· εἰ... ὁ ἀὴρ μὴ πῦρ, ἀλλὰ πύρινος ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 7, 5· ἄστρα π. Οὐρ. 2. 7, 1· π. νύμφαι, θερμαὶ πηγαί, Ἀνθ. Π. 14: 52.

French (Bailly abrégé)

1η, ον :
de feu, enflammé, ardent.
Étymologie: πῦρ.
2η, ον :
de blé, de froment.
Étymologie: πυρός².

Spanish

hecho de fuego, relativo al fuego

English (Strong)

from πυρά; fiery, i.e. (by implication) flaming: of fire.

English (Thayer)

πυρινη, πυρινον (πῦρ), fiery: θώρακες πυρίνους, i. e. shining like fire, Aristotle, Polybius, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο / πύρινος, -η, -ον, ΝΜΑ πῡρ
αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. ένθερμος, διακαήςπύρινος έρωτας»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινον
το φυτό πύρεθρο
2. φρ. α) «πύρινον φάρμακον»
πιθ. το αρσενικό
β) «πύριναι νύμφαι» — ονομασία τών θερμών πηγών
γ) «πύρινος πόλεμος»
μτφ. άγριος, σκληρός, πεισματώδης πόλεμος
δ) «πύρινον ἀσπαστικὸν» — θερμότατος χαιρετισμός.———————— (II)
-ίνη, -ον, ΜΑ πυρός
1. αυτός που αποτελείται από σιτάρι, ο σιταρένιος («σὺν πολλοῑς ἄρτοις... πυρίνοις», Ξεν.)
2. (το θηλ, ως ουσ.) πυρίνη
ονομασία εμπλάστρου το οποίο περιέχει άρτο.