πυρσευτήρ: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_15) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυρσευτήρ''': ὁ, ὁ θερμαίνων λουτρά, κτλ., Ἀρετ. Χρον. Παθ. Σημειωτικ. 1. 11. | |lstext='''πυρσευτήρ''': ὁ, ὁ θερμαίνων λουτρά, κτλ., Ἀρετ. Χρον. Παθ. Σημειωτικ. 1. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />αυτός που θερμαίνει τα λουτρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρσεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βουλευ</i>-<i>τήρ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who heats a bath, Aret.SD 1.11.
German (Pape)
[Seite 825] ῆρος, ὁ, λουτρῶν, Heizer der Backöfen, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
πυρσευτήρ: ὁ, ὁ θερμαίνων λουτρά, κτλ., Ἀρετ. Χρον. Παθ. Σημειωτικ. 1. 11.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που θερμαίνει τα λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. βουλευ-τήρ)].