ῥικνώδης: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
(6_7) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥικνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων ῥικνότητα, [[ῥικνός]], Ἱππ. 1175Η· - πρβλ. [[ῥικνόομαι]] ΙΙ. | |lstext='''ῥικνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων ῥικνότητα, [[ῥικνός]], Ἱππ. 1175Η· - πρβλ. [[ῥικνόομαι]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[ῥικνός]]<br />αυτός που παρουσιάζει [[ρικνότητα]], συρρικνωμένος, ζαρωμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A shrivelled-looking, of gooseflesh, Hp.Epid.6.3.14; of a person, γήραϊ ῥ. AP5.272 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 843] ες, krumm, schrumpflig von Art, Ansehen, Hippocr.; γήραϊ, Agath. 13 (V, 273); auch Dionysus, Hymn. (IX, 524, 18).
Greek (Liddell-Scott)
ῥικνώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων ῥικνότητα, ῥικνός, Ἱππ. 1175Η· - πρβλ. ῥικνόομαι ΙΙ.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α ῥικνός
αυτός που παρουσιάζει ρικνότητα, συρρικνωμένος, ζαρωμένος.