ῥοδῆ: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />buisson de roses.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />buisson de roses.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ῥοδῆ]], ΝΜΑ, και [[ροδέα]], Ν, και ιων. τ. ῥοδέη Α [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] ροδίδες της τάξης [[ροδώδη]], αλλ. [[ρόζα]], κοινώς γνωστό [[σήμερα]] ως [[τριανταφυλλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> / -<i>έη</i> / -<i>ῆ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-<i>ῆ</i> / -<i>έα</i>, <i>συκ</i>-<i>ῆ</i> / -<i>έα</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδῆ Medium diacritics: ῥοδῆ Low diacritics: ροδή Capitals: ΡΟΔΗ
Transliteration A: rhodē̂ Transliteration B: rhodē Transliteration C: rodi Beta Code: r(odh=

English (LSJ)

ἡ, contr. for ῥοδέη

   A = ῥοδέα, rose-bush, Archil.29, Asclep.Myrl. ap. Ath.2.50e, Pamphil.ib. 52f; Ion. ῥοδέη A.R.3.1020 (but v. ῥόδον init.).

German (Pape)

[Seite 846] ἡ, zsgz. = ῥοδέα, Rosenstrauch, Archil. frg. 7 bei Ath. II, 32 f.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδῆ: ἡ, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ ῥοδέα, «τριανταφυλλιά», Ἀρχίλ. 25, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 4· Ἰωνικ. ῥοδέη, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1020. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 570.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
buisson de roses.
Étymologie: ῥόδον.

Greek Monolingual

η / ῥοδῆ, ΝΜΑ, και ροδέα, Ν, και ιων. τ. ῥοδέη Α γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ροδίδες της τάξης ροδώδη, αλλ. ρόζα, κοινώς γνωστό σήμερα ως τριανταφυλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -έα / -έη / - (πρβλ. μηλ- / -έα, συκ- / -έα)].