σαρκοχαρής: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(6_7) |
(36) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαρκοχᾰρής''': -ές, ([[χαίρω]]) ὁ εὑρίσκων χαράν, εὐχαρίστησιν καὶ τέρψιν εἰς τὴν σάρκα, [[φιλόσαρκος]], Γρηγ. Ναζ. | |lstext='''σαρκοχᾰρής''': -ές, ([[χαίρω]]) ὁ εὑρίσκων χαράν, εὐχαρίστησιν καὶ τέρψιν εἰς τὴν σάρκα, [[φιλόσαρκος]], Γρηγ. Ναζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που βρίσκει [[χαρά]] και [[ευχαρίστηση]] στις σαρκικές απολαύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-<i>χαρής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 863] ές, sich am Fleische freuend, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοχᾰρής: -ές, (χαίρω) ὁ εὑρίσκων χαράν, εὐχαρίστησιν καὶ τέρψιν εἰς τὴν σάρκα, φιλόσαρκος, Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που βρίσκει χαρά και ευχαρίστηση στις σαρκικές απολαύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο-χαρής].