σειραῖος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />attaché par des traits <i>ou</i> par une longe : [[ἵππος]] cheval de trait <i>ou</i> cheval de main.<br />'''Étymologie:''' [[σειρά]].
|btext=α, ον :<br />attaché par des traits <i>ou</i> par une longe : [[ἵππος]] cheval de trait <i>ou</i> cheval de main.<br />'''Étymologie:''' [[σειρά]].
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> δεμένος με [[σχοινί]] ή ιμάντα<br /><b>2.</b> (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το [[άλογο]] στην [[άμαξα]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από πλεγμένο [[σχοινί]] («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σειρά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αῖος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σειραῖος Medium diacritics: σειραῖος Low diacritics: σειραίος Capitals: ΣΕΙΡΑΙΟΣ
Transliteration A: seiraîos Transliteration B: seiraios Transliteration C: seiraios Beta Code: seirai=os

English (LSJ)

α, ον, (σειρά)

   A joined by a cord or band, ἵππος σ.,= σειραφόρος, S.El.722; δυσὶ γὰρ ἵπποις . . τρίτος παρείπετο σ . . . ῥυτῆρσι συνεχόμενος D.H.7.73; νῶτα σειραίον (sc. ἵππου) cj. for σειρίου in E.Fr.779.8; σ. ἱμάς the attaching trace of the horse, Poll.1.148; cf. ὑποσειραῖος.    2 of cord, twisted, βρόχοι E.HF1009; μήρινθος Orph.A.241.

German (Pape)

[Seite 868] am Seile; gew. ἵππος σ., das Handpferd, das an der Leine zieht, Suid. ὁ ἔξω τοῦ ζυγοῦ, ὁ δεξιός; Soph. El. 712; übertr., das rechte von zwei Jochpferden, ὑπὸ σειραίοις ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα, Eur. Herc. Fur. 446, neben sich herführend; σειραῖος ἱμάς, der Riemen vom Handpferde, Poll. 1, 148; σειραίη μήρινθος, Orph. Arg. 241.

Greek (Liddell-Scott)

σειραῖος: -α, -ον, (σειρὰ) ὁ πρσοδεδεμένος διὰ σειρᾶς, σχοινίου ἢ δεσμοῦ, ἵππος σ. = σειραφόρος, Σοφ. Ἠλ. 722· δυσὶ γὰρ ἵπποις.. τρίτος παρείπετο σ.. ῥυτῆρσι συνεχόμενος Διον. Ἁλ. 7. 73· νῶτα σειραίου (δηλ. ἵππου) Εὐρ. Ἀποσπ. 779. 8· σ. ἱμάς, δι’ οὗ ὁ ἵππος προσδένεται εἰς τὴν ἅμαξαν, Πολυμ. Α΄, 148· πρβλ. ὑποσειραῖος. 2) ὁ ἐκ συνεστραμμένου ἢ συγκεκλωσμένου σχοινίου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1011· μήρινθος Ὀρφ. Ἀργ. 241.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
attaché par des traits ou par une longe : ἵππος cheval de trait ou cheval de main.
Étymologie: σειρά.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. δεμένος με σχοινί ή ιμάντα
2. (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το άλογο στην άμαξα
3. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλεγμένο σχοινί («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος)].