σῖρις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_9)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῖρις''': ἢ σίρις, -ιδος, ἡ, [[ὄνομα]] φυτοῦ, [[ὡσαύτως]] ξῦρις ἢ ξύρις, Ἐτυμολ. Μέγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίρις· [[ἀπαίδευτος]]».
|lstext='''σῖρις''': ἢ σίρις, -ιδος, ἡ, [[ὄνομα]] φυτοῦ, [[ὡσαύτως]] ξῦρις ἢ ξύρις, Ἐτυμολ. Μέγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίρις· [[ἀπαίδευτος]]».
}}
{{grml
|mltxt=και σῑρις, -ίριδος, ἡ, Α<br />η [[ξυρίς]], [[είδος]] υποδήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ξυρίς]], -[[ίδος]]].———————— ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σίρις]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῖρις Medium diacritics: σῖρις Low diacritics: σίρις Capitals: ΣΙΡΙΣ
Transliteration A: sîris Transliteration B: siris Transliteration C: siris Beta Code: si=ris

English (LSJ)

or σίρις, ιδος, ἡ,= ξυρίς, EM209.35.    II σίρις· ἀπαίδευτος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σῖρις: ἢ σίρις, -ιδος, ἡ, ὄνομα φυτοῦ, ὡσαύτως ξῦρις ἢ ξύρις, Ἐτυμολ. Μέγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίρις· ἀπαίδευτος».

Greek Monolingual

και σῑρις, -ίριδος, ἡ, Α
η ξυρίς, είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ξυρίς, -ίδος].———————— ἡ, Α
βλ. σίρις.