σκελεαγής: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
(6_7)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκελεᾱγής''': -ές, ([[ἄγνυμι]]) ὁ θραύων, συντρίβων τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 101· τὸ σκελεαγές, [[κάταγμα]] τῶν σκελῶν, Γλωσσ.
|lstext='''σκελεᾱγής''': -ές, ([[ἄγνυμι]]) ὁ θραύων, συντρίβων τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 101· τὸ σκελεαγές, [[κάταγμα]] τῶν σκελῶν, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκελεαγές</i><br />το [[κάταγμα]] του σκέλους, [[σκελοκοπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-[[αγής]]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελεᾱγής Medium diacritics: σκελεαγής Low diacritics: σκελεαγής Capitals: ΣΚΕΛΕΑΓΗΣ
Transliteration A: skeleagḗs Transliteration B: skeleagēs Transliteration C: skeleagis Beta Code: skeleagh/s

English (LSJ)

ές, (ἄγνυμι)

   A with broken legs, σκελεαγεῖς ποιήσω, gloss on γυιώσω, Porph.ad Il.8.402 p.300 S.; τὸ σ. fracture of the legs, Gloss. (σκελι-).

Greek (Liddell-Scott)

σκελεᾱγής: -ές, (ἄγνυμι) ὁ θραύων, συντρίβων τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 101· τὸ σκελεαγές, κάταγμα τῶν σκελῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκελεαγές
το κάταγμα του σκέλους, σκελοκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + -αγής (< ἄγος < ἄγνυμι «σπάω»), πρβλ. περι-αγής].