σκίουρος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
mNo edit summary
(37)
Line 18: Line 18:
{{Gaffiot
{{Gaffiot
|gf=<b>scĭūrus</b>, ī, m. ([[σκίουρος]] « dont la queue fait de l’ombre »), écureuil : Plin. 8, 138.
|gf=<b>scĭūrus</b>, ī, m. ([[σκίουρος]] « dont la queue fait de l’ombre »), écureuil : Plin. 8, 138.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>ζωολ.</b> γενική, [[σήμερα]], [[ονομασία]] τρωκτικών που ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[σκιουρίδες]] της υπόταξης [[σκιουρόμορφα]], και [[ιδίως]], τών δενδρόβιων ειδών με τη χαρακτηριστική [[μακριά]] και φουντωτή ανορθωμένη [[ουρά]], με γνωστότερο και πιο διαδεδομένο [[είδος]] τον κοινό σκίουρο ή [[βερβερίτσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ιπτάμενος [[σκίουρος]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[ομάδα]] σκιουρόμορφων τρωκτικών που ανήκουν στην [[υποοικογένεια]] πεταυριστίνες της οικογένειας [[σκιουρίδες]] και [[είναι]] δενδρόβια ζώα με πτητική μεμβράνη, μια [[διπλή]] δερματική [[πτυχή]] που συνδέει από το ένα και το [[άλλο]] [[πλευρό]] τον λαιμό, τα πρόσθια και τα οπίσθια [[άκρα]] και επιτρέπει στα ζώα αυτά να κάνουν άλματα αερολισθαίνοντας σε μεγάλες αποστάσεις από [[δένδρο]] σε [[δένδρο]] ή από [[δένδρο]] στο [[έδαφος]]<br />β) «[[γκρίζος]] [[σκίουρος]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους Sciurus carolinensis που ζει στη Βόρεια Αμερική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεί</i>-<i>ουρος</i>. Το ζώο ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της φουντωτής ουράς του].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίουρος Medium diacritics: σκίουρος Low diacritics: σκίουρος Capitals: ΣΚΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: skíouros Transliteration B: skiouros Transliteration C: skiouros Beta Code: ski/ouros

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, (οὐρά) prop.

   A shadow-tail, i.e. squirrel, Opp.C.2.586; cf. Plin.HN8.138.

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, das Eichhörnchen, weil es sich mit seinem breiten aufwärtsgeschlagenen Schwanze Schatten zu machen scheint, Ael. u. Opp. C. 2, 586, auch καμψίουρος u. ἵππουρος.

Greek (Liddell-Scott)

σκίουρος: ὁ, (οὐρὰ) κυρίως ὁ διὰ τῆς οὐρᾶς κάμνων εἰς ἑαυτὸν σκιὰν (πρβλ. σκιάποδες), τὸ ζῷον ἡ «βερβερίτσα», Ὀππ. Κυν. 2. 586· πρβλ. Πλίν. 8. 58· καλεῖται καὶ καμψίουρος, ἵππουρος. (Ἐντεῦθεν τὸ Ἀγγλ. squir-rel, διὰ μέσου τοῦ Λατ. ὑποκορ. sciur-iolus), Ἡσύχ.

Latin > French (Gaffiot 2016)

scĭūrus, ī, m. (σκίουρος « dont la queue fait de l’ombre »), écureuil : Plin. 8, 138.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ζωολ. γενική, σήμερα, ονομασία τρωκτικών που ανήκουν στην οικογένεια σκιουρίδες της υπόταξης σκιουρόμορφα, και ιδίως, τών δενδρόβιων ειδών με τη χαρακτηριστική μακριά και φουντωτή ανορθωμένη ουρά, με γνωστότερο και πιο διαδεδομένο είδος τον κοινό σκίουρο ή βερβερίτσα
νεοελλ.
φρ. α) «ιπτάμενος σκίουρος»
ζωολ. ομάδα σκιουρόμορφων τρωκτικών που ανήκουν στην υποοικογένεια πεταυριστίνες της οικογένειας σκιουρίδες και είναι δενδρόβια ζώα με πτητική μεμβράνη, μια διπλή δερματική πτυχή που συνδέει από το ένα και το άλλο πλευρό τον λαιμό, τα πρόσθια και τα οπίσθια άκρα και επιτρέπει στα ζώα αυτά να κάνουν άλματα αερολισθαίνοντας σε μεγάλες αποστάσεις από δένδρο σε δένδρο ή από δένδρο στο έδαφος
β) «γκρίζος σκίουρος»
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους Sciurus carolinensis που ζει στη Βόρεια Αμερική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. μεί-ουρος. Το ζώο ονομάστηκε έτσι λόγω της φουντωτής ουράς του].