σκοτασμός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_15)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοτασμός''': ὁ, τὸ νὰ [[εἶναι]] ἢ νὰ γίνηταί τις [[σκοτεινός]], «σκοτείνιασμα», τῶν ὀφθαλμῶν Διοσκ. 7. 8.
|lstext='''σκοτασμός''': ὁ, τὸ νὰ [[εἶναι]] ἢ νὰ γίνηταί τις [[σκοτεινός]], «σκοτείνιασμα», τῶν ὀφθαλμῶν Διοσκ. 7. 8.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σκοτάζω]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] ή να γίνεται [[κάτι]] σκοτεινό<br /><b>2.</b> [[μείωση]], [[ελάττωση]] της όρασης («σκοτασμὸς ὀφθαλμῶν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ζάλη]] που προκαλεί η [[πείνα]] ή η σωματική [[εξάντληση]], [[σκοτοδίνη]] («τὸν σκοτασμόν μου... τὸν ἔχω [[τότε]], βασιλεῡ, [[ὅταν]] ψωμὶν οὐκ ἔχω», Πρόδρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> διανοητικό ή [[ψυχικό]] [[σκοτάδι]], [[έλλειψη]] πνευματικού φωτός (α. «και τη [[γαλήνη]] του νου έπνιξέ την ο [[σκοτασμός]]», Ζερβ.<br />β. «τῇ αἴγλῃ τῇ θεϊκῇ, τὸν τῆς [[πλάνης]] κατέλιπες σκοτασμόν», Μηναί.).
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτασμός Medium diacritics: σκοτασμός Low diacritics: σκοτασμός Capitals: ΣΚΟΤΑΣΜΟΣ
Transliteration A: skotasmós Transliteration B: skotasmos Transliteration C: skotasmos Beta Code: skotasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A a being or becoming dark, Aq. Is.59.9, Sm.Ca.1.5; ὀφθαλμῶν Dsc.Ther.7.

German (Pape)

[Seite 905] ὁ, das Finstermachen, Finsterwerden, die Verdunkelung, ὀφθαλμῶν, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτασμός: ὁ, τὸ νὰ εἶναι ἢ νὰ γίνηταί τις σκοτεινός, «σκοτείνιασμα», τῶν ὀφθαλμῶν Διοσκ. 7. 8.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σκοτάζω
1. το να είναι ή να γίνεται κάτι σκοτεινό
2. μείωση, ελάττωση της όρασης («σκοτασμὸς ὀφθαλμῶν», Διοσκ.)
νεοελλ.-μσν.
1. ζάλη που προκαλεί η πείνα ή η σωματική εξάντληση, σκοτοδίνη («τὸν σκοτασμόν μου... τὸν ἔχω τότε, βασιλεῡ, ὅταν ψωμὶν οὐκ ἔχω», Πρόδρ.)
2. μτφ. διανοητικό ή ψυχικό σκοτάδι, έλλειψη πνευματικού φωτός (α. «και τη γαλήνη του νου έπνιξέ την ο σκοτασμός», Ζερβ.
β. «τῇ αἴγλῃ τῇ θεϊκῇ, τὸν τῆς πλάνης κατέλιπες σκοτασμόν», Μηναί.).