σμύραινα: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(6_9) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σμύραινα''': ἡ, = [[μύραινα]]. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Συμμαχίᾳ» 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 5· πρβλ. [[σμῦρος]]. Ἐπίθ. -ώδης, ες, Ἐπιφάν. | |lstext='''σμύραινα''': ἡ, = [[μύραινα]]. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Συμμαχίᾳ» 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 5· πρβλ. [[σμῦρος]]. Ἐπίθ. -ώδης, ες, Ἐπιφάν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[μύραινα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,= μύραινα, Pl.Com. 151, Mnesim.4.39, Arist.HA 504b34, Agatharch 33; cf. σμῦρος.
German (Pape)
[Seite 911] ἡ, poet. statt μύραινα, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
σμύραινα: ἡ, = μύραινα. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Συμμαχίᾳ» 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 5· πρβλ. σμῦρος. Ἐπίθ. -ώδης, ες, Ἐπιφάν.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. μύραινα.