στομωτός: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(6_18)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στομωτός''': -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκληρυμμένος, κοπτερός, [[ὀξύς]], [[σκληρός]] (;) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 248.
|lstext='''στομωτός''': -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκληρυμμένος, κοπτερός, [[ὀξύς]], [[σκληρός]] (;) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 248.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στομῶ]]<br />(για σιδερένιο [[εργαλείο]]) ατσαλωμένος, [[βαμμένος]], [[κοφτερός]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομωτός Medium diacritics: στομωτός Low diacritics: στομωτός Capitals: ΣΤΟΜΩΤΟΣ
Transliteration A: stomōtós Transliteration B: stomōtos Transliteration C: stomotos Beta Code: stomwto/s

English (LSJ)

όν,

   A hardened, cj. Herm. in A.Fr.252.

Greek (Liddell-Scott)

στομωτός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκληρυμμένος, κοπτερός, ὀξύς, σκληρός (;) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 248.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στομῶ
(για σιδερένιο εργαλείο) ατσαλωμένος, βαμμένος, κοφτερός.