στομωτός: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(6_18) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στομωτός''': -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκληρυμμένος, κοπτερός, [[ὀξύς]], [[σκληρός]] (;) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 248. | |lstext='''στομωτός''': -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκληρυμμένος, κοπτερός, [[ὀξύς]], [[σκληρός]] (;) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 248. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στομῶ]]<br />(για σιδερένιο [[εργαλείο]]) ατσαλωμένος, [[βαμμένος]], [[κοφτερός]]. | |||
}} | }} |