στροφάλιγξ: Difference between revisions
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(Autenrieth) |
(38) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=λιγγος ([[στρέφω]]): [[eddy]], [[whirl]], of [[dust]]. | |auten=λιγγος ([[στρέφω]]): [[eddy]], [[whirl]], of [[dust]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ιγγος, η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>στρ.</b> μεταλλική ή ξύλινη [[προεξοχή]] στις δύο πλευρές του [[σωλήνα]] πυροβόλου η οποία επιτρέπει την [[περιστροφή]] του [[σωλήνα]], ώστε να μπορεί αυτός να πάρει συγκεκριμένη [[κλίση]] ως [[προς]] το οριζόντιο επίπεδο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστροφή]], [[δίνη]]<br /><b>2.</b> καμπύλωμα, [[καμπή]] σε [[σχήμα]] τόξου<br /><b>3.</b> [[τροχιά]] αστέρα<br /><b>4.</b> [[κάθε]] σφαιρικό ή κυκλοτερές [[αντικείμενο]], όπως λ.χ. το στρογγυλό [[κεφάλι]] τυριού<br /><b>5.</b> [[κυλινδρικός]] [[άξονας]] [[γύρω]] από τον οποίο στρέφεται [[κάτι]], [[στρόφιγγα]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[μάχη]], [[πόλεμος]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στροφάλιγξ]] κονίης» — [[στρόβιλος]] σκόνης (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) «[[στροφάλιγξ]] άελλῶν» — [[ανεμοστρόβιλος]] <b>(Οππ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στροφός</i> ή [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλ</i>-<i>ιγξ</i> (με [[επέκταση]] -<i>αλ</i>-), <b>πρβλ.</b> <i>ῥαθάμ</i>-<i>ιγξ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ιγγος, ἡ, (στρέφω, στροφαλίζω)
A whirl, eddy, ἐν στροφάλιγγι κονίης Il.16.775, Od.24.39; μετὰ σ. κ. Il.21.503; ἀελλάων Opp.H.1.446; καπνοῖο A.R.4.140; of water in a bucket, Id.3.759; of an earthquake, Q.S.3.64: metaph., σ. μάχης AP7.226 (= Anacr. 100); ἄοκνος σ., of existence, Dam.Pr.148. II curve, bend, D.P. 162,584, Q.S.8.236; orbit of a heavenly body, Arat.43, Orph.Fr. 236; of the bowels, Androm. ap. Gal.14.34. III anything of a round shape, e.g. a cheese, Nic.Th.697. IV = στρόφιγξ, pivot, hinge, Epigr. in An.Par.4.385.
German (Pape)
[Seite 956] ιγγος, ἡ, Wirbel, κονίης, Staubwirbel, Il. 16, 775. 21, 503 Od. 24, 39; μάχης, Anacr. 13 (VII, 226); – Krümmung, Bug, D. Per. 162. 584; – auch vom Kreislaufe der Gestirne, Arat. 43. – Uebh. alles Kreisförmige, z. B. ein runder Käse, Nic. 697, γάλακτος ξηροῦ; u. dei Orph. Arg. 532 δεσμοῖσιν ὠκείης στροφάλιγγος ἀρηρότες ἐσφίγγοντο κάλωες. umschlingendes Band. – Auch dasjenige, um das sich etwas Anderes dreht, wie dic Thürangel, die Wagenachse.
Greek (Liddell-Scott)
στροφάλιγξ: [ᾰ], -ιγγος, ἡ, (στρέφω, στροφαλίζω)· - δίνη, περιστροφή, μετὰ στροφάλιγγι κονίης Ἰλ. Π. 775, Φ. 505, Ὀδ. Ω. 39· ἀελλάων Ὀππ. Ἁλ. 1. 446· καπνοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 140· ἐπὶ ὕδατος ἐντὸς ἀντλήματος, αὐτόθι Γ. 759· - με αφορ., στρ. μάχης Ἀνθ. Π. 7. 226. ΙΙΙ. καμπή, Διον. Π. 162, 584· ὡσαύτως, ἡ τροχιὰ ἀστέρος, Ἄρατ. 443. ΙΙΙ. πρᾶγμα ἔχον στρογγύλον σχῆμα, π.χ. τυρός, Νικ. Θηρ. 697. IV. ὡς τὸ στρόφιγξ, πρᾶγμα, ἐφ’ οὗ στρέφεταί τι, Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Κραμήρ. ἐν Ἀνεκδ. Παρ. 4. 385, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ἡ) :
tourbillon.
Étymologie: στρέφω.
English (Autenrieth)
λιγγος (στρέφω): eddy, whirl, of dust.
Greek Monolingual
-ιγγος, η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγιος τ.) στρ. μεταλλική ή ξύλινη προεξοχή στις δύο πλευρές του σωλήνα πυροβόλου η οποία επιτρέπει την περιστροφή του σωλήνα, ώστε να μπορεί αυτός να πάρει συγκεκριμένη κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο
αρχ.
1. περιστροφή, δίνη
2. καμπύλωμα, καμπή σε σχήμα τόξου
3. τροχιά αστέρα
4. κάθε σφαιρικό ή κυκλοτερές αντικείμενο, όπως λ.χ. το στρογγυλό κεφάλι τυριού
5. κυλινδρικός άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται κάτι, στρόφιγγα
6. μτφ. μάχη, πόλεμος
7. φρ. α) «στροφάλιγξ κονίης» — στρόβιλος σκόνης (Ομ. Οδ.)
β) «στροφάλιγξ άελλῶν» — ανεμοστρόβιλος (Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στροφός ή στροφή + επίθημα -αλ-ιγξ (με επέκταση -αλ-), πρβλ. ῥαθάμ-ιγξ].