συναιχμάλωτος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(39) |
(39) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=συναιχμαλωτου, ὁ, a [[fellow]]-[[prisoner]] (Vulg. concaptivus): Lucian, asin. 27). (Cf. Lightfoot on Colossians , the [[passage]] cited; Fritzsche, Commentary on Romans , vol. i., p. 21note.) | |txtha=συναιχμαλωτου, ὁ, a [[fellow]]-[[prisoner]] (Vulg. concaptivus): Lucian, asin. 27). (Cf. Lightfoot on Colossians , the [[passage]] cited; Fritzsche, Commentary on Romans , vol. i., p. 21note.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[συναιχμαλωτίς]], -[[ίδος]], Α<br />ο [[επίσης]] [[αιχμάλωτος]], αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται [[μαζί]] με άλλους. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[συναιχμαλωτίς]], -[[ίδος]], Α<br />ο [[επίσης]] [[αιχμάλωτος]], αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται [[μαζί]] με άλλους. | |mltxt=ο, θηλ. [[συναιχμαλωτίς]], -[[ίδος]], Α<br />ο [[επίσης]] [[αιχμάλωτος]], αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται [[μαζί]] με άλλους. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A fellow-prisoner, Ep.Rom.16.7, Luc.Asin.27:—fem. συναιχμᾰλώτ-ωτις, ιδος, Conon 13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 997] mit kriegsgefangen, N. T., Luc. asin. 27.
Greek (Liddell-Scott)
συναιχμάλωτος: -ον, ὁ καὶ αὐτὸς αἰχμάλωτος, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ις΄, 7, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄνος 27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon de captivité.
Étymologie: σύν, αἰχμάλωτος.
English (Strong)
from σύν and αἰχμάλωτος; a co-captive: fellowprisoner.
English (Thayer)
συναιχμαλωτου, ὁ, a fellow-prisoner (Vulg. concaptivus): Lucian, asin. 27). (Cf. Lightfoot on Colossians , the passage cited; Fritzsche, Commentary on Romans , vol. i., p. 21note.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. συναιχμαλωτίς, -ίδος, Α
ο επίσης αιχμάλωτος, αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται μαζί με άλλους.
Greek Monolingual
ο, θηλ. συναιχμαλωτίς, -ίδος, Α
ο επίσης αιχμάλωτος, αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται μαζί με άλλους.