συνανάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass

Source
(39)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=3rd [[person]] plural [[imperfect]] συνανέκειντο; to [[recline]] [[together]], [[feast]] [[together]] (A. V. '[[sit]] [[down]] [[with]]', '[[sit]] at [[meat]] [[with]]' (cf. [[ἀνάκειμαι]])): τίνι, [[with]] [[one]], οἱ συνανακείμενοι (`[[they]] [[that]] sat at [[meat]] [[with]]'), the guests, R G L); 3 Maccabees 5:39); ecclesiastical and Byzantine writings.)  
|txtha=3rd [[person]] plural [[imperfect]] συνανέκειντο; to [[recline]] [[together]], [[feast]] [[together]] (A. V. '[[sit]] [[down]] [[with]]', '[[sit]] at [[meat]] [[with]]' (cf. [[ἀνάκειμαι]])): τίνι, [[with]] [[one]], οἱ συνανακείμενοι (`[[they]] [[that]] sat at [[meat]] [[with]]'), the guests, R G L); 3 Maccabees 5:39); ecclesiastical and Byzantine writings.)  
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[είμαι]] κι εγώ ξαπλωμένος [[δίπλα]] στο ίδιο [[τραπέζι]], [[μετέχω]] στο ίδιο [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνάκειμαι]] «[[ξαπλώνω]] σε [[ανάκλιντρο]] για να δειπνήσω»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[είμαι]] κι εγώ ξαπλωμένος [[δίπλα]] στο ίδιο [[τραπέζι]], [[μετέχω]] στο ίδιο [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνάκειμαι]] «[[ξαπλώνω]] σε [[ανάκλιντρο]] για να δειπνήσω»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[είμαι]] κι εγώ ξαπλωμένος [[δίπλα]] στο ίδιο [[τραπέζι]], [[μετέχω]] στο ίδιο [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνάκειμαι]] «[[ξαπλώνω]] σε [[ανάκλιντρο]] για να δειπνήσω»].
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανάκειμαι Medium diacritics: συνανάκειμαι Low diacritics: συνανάκειμαι Capitals: ΣΥΝΑΝΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: synanákeimai Transliteration B: synanakeimai Transliteration C: synanakeimai Beta Code: sunana/keimai

English (LSJ)

Pass.,

   A recline together at table, Ev.Matt.9.10, etc.

German (Pape)

[Seite 999] (s. κεῖμαι), mit daliegen, bes. mit zu Tische liegen, Matth. 9, 10; auch = mit geweih't sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνανάκειμαι: Παθητ., ἀνάκειμαι ὁμοῦ, συνανακλίνομαι, παρὰ τὴν τράπεζαν ἐν τῷ δείπνῳ, ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 10, κλπ.

French (Bailly abrégé)

se mettre à table avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀνάκειμαι.

English (Strong)

from σύν and ἀνακεῖμαι; to recline in company with (at a meal): sit (down, at the table, together) with (at meat).

English (Thayer)

3rd person plural imperfect συνανέκειντο; to recline together, feast together (A. V. 'sit down with', 'sit at meat with' (cf. ἀνάκειμαι)): τίνι, with one, οἱ συνανακείμενοι (`they that sat at meat with'), the guests, R G L); 3 Maccabees 5:39); ecclesiastical and Byzantine writings.)

Greek Monolingual

ΜΑ
είμαι κι εγώ ξαπλωμένος δίπλα στο ίδιο τραπέζι, μετέχω στο ίδιο δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνάκειμαι «ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
είμαι κι εγώ ξαπλωμένος δίπλα στο ίδιο τραπέζι, μετέχω στο ίδιο δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνάκειμαι «ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»].