ὑπόχλωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
(6_18)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόχλωρος''': -ον, ὀλίγον χλωμός, κιτρινωπός, Ἱππ. Προγν. 401, περὶ Ἀγμ. 760, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 1.
|lstext='''ὑπόχλωρος''': -ον, ὀλίγον χλωμός, κιτρινωπός, Ἱππ. Προγν. 401, περὶ Ἀγμ. 760, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[κάπως]] [[χλωμός]], [[κιτρινοπράσινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χλωρός]] «[[κιτρινοπράσινος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόχλωρος Medium diacritics: ὑπόχλωρος Low diacritics: υπόχλωρος Capitals: ΥΠΟΧΛΩΡΟΣ
Transliteration A: hypóchlōros Transliteration B: hypochlōros Transliteration C: ypochloros Beta Code: u(po/xlwros

English (LSJ)

ον,

   A greenish yellow, pale, Hp.Prog.11, Fract.11, Arist. HA616a18, Sor.1.44,91.

German (Pape)

[Seite 1240] ein wenig grün, blaß grüngelb, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχλωρος: -ον, ὀλίγον χλωμός, κιτρινωπός, Ἱππ. Προγν. 401, περὶ Ἀγμ. 760, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
κάπως χλωμός, κιτρινοπράσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χλωρός «κιτρινοπράσινος»].